ὀξίς: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksis | |Transliteration C=oksis | ||
|Beta Code=o)ci/s | |Beta Code=o)ci/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ< | |Definition=-ίδος, ἡ<br><span class="bld">A</span>, ([[ὄξος]]) [[vinegar-cruet]], Nicostr.Com.9, Axionic.7, ''AJA''31.351(pl.), ''PLond.''2.402ii24 (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.Ar.''Ra.''1488: hence [[ὀξὶς χαλκῆ γέγονε]], instead of being [[κεραμεᾶ]], Ar.''Pl.''812; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει Sopat.19; [[ὀξὶς ἢ φάλαγξ]]; (exact sense doubtful) Ar.''V.''1509.<br><span class="bld">2</span> a measure, at Athens the same as [[ὀξύβαφον]], but at Cleonae, = [[κοτύλη]], Id.''Fr.''688, Diph.96.<br><span class="bld">II</span> = [[ὀξαλίς]] ''ΙΙ'', Gal.11.631 (where [[ὀξύδα]]).<br><span class="bld">III</span> in plural, [[ὀξίδες]] = [[acidities]], Alex. Trall.''Febr.''I: sg., [[acidity]], ib.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, ἡ
A, (ὄξος) vinegar-cruet, Nicostr.Com.9, Axionic.7, AJA31.351(pl.), PLond.2.402ii24 (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.Ar.Ra.1488: hence ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, instead of being κεραμεᾶ, Ar.Pl.812; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει Sopat.19; ὀξὶς ἢ φάλαγξ; (exact sense doubtful) Ar.V.1509.
2 a measure, at Athens the same as ὀξύβαφον, but at Cleonae, = κοτύλη, Id.Fr.688, Diph.96.
II = ὀξαλίς ΙΙ, Gal.11.631 (where ὀξύδα).
III in plural, ὀξίδες = acidities, Alex. Trall.Febr.I: sg., acidity, ib.6.
German (Pape)
[Seite 351] ίδος, ἡ, kleines, gew. irdenes Gefäß zum Essig, acetabulum; Ar. Ran. 1436. 1449, der aber auch Plut. 812 sagt ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε. Vgl. auch Diphil. bei Ath. II, 67 a u. ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει VI, 230 e. – Bei Ar. Vesp. 1509 eine Art Krabben: τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον, ὀξὶς ἢ φάλαγξ.
French (Bailly abrégé)
ὀξίδος (ἡ) :
vase pour le vinaigre.
Étymologie: ὀξύς.
Russian (Dvoretsky)
ὀξίς: ίδος ἡ
1 уксусник (ὀ. χαλκῆ Arph.);
2 оксида (разновидность краба) Arph.;
3 Arph. = ὀξύβαφον.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξίς: -ίδος, ἡ, (ὄξος) «ξιδερόν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὄξους, Λατ. acetabulum, κυρίως πήλινον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1440· ὄθεν, ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, ἀντὶ νὰ εἶναι κεραμεᾶ, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 812· ὡσαύτως, ὀξίδ᾿ ἀργυρᾶν ἔχει Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 230Ε· - ἐπὶ ἀνθρώπου σμικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀριστοφ. Σφ. 1509. 2) μέτρον τι ἐν Ἀθήναις, τὸ αὐτὸ τῷ ὀξυβάφῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 550· ἐν Κλεωναῖς = κοτύλη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = ὀξαλίς ΙΙ, Γαλην.
Greek Monolingual
ὀξίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό
2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον
3. το φυτό οξαλίδα
4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα
5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες
οι οξύτητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λεπίς)].
Greek Monotonic
ὀξίς: -ίδος, ἡ (ὄξος), φιάλη ξιδιού, Λατ. acetabulum, σε Αριστοφ.· λέγεται για μικροσκοπικό άνθρωπο, μικρού αναστήματος άνθρωπο, στον ίδ.
Middle Liddell
ὀξίς, ίδος, ἡ, ὄξος
a vinegar-cruet, Lat. acetabulum, Ar.; applied to a diminutive person, Ar.