ἀποικέω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to go [[away]] from [[home]], to [[settle]] in a [[foreign]] [[country]], [[emigrate]], ἐς Θουρίους Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[dwell]] [[afar]] off, to [[live]] or be far [[away]], Eur., Thuc.: Pass., ἡ [[Κόρινθος]] ἐξ [[ἐμοῦ]] μακρὰν ἀπωικεῖτο [[Corinth]] was [[inhabited]] far [[away]] from me, i. e. I [[settled]] far from [[Corinth]], Soph.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to go [[away]] from [[home]], to [[settle]] in a [[foreign]] [[country]], [[emigrate]], ἐς Θουρίους Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[dwell]] [[afar]] off, to [[live]] or be far [[away]], Eur., Thuc.: Pass., ἡ [[Κόρινθος]] ἐξ [[ἐμοῦ]] μακρὰν ἀπωικεῖτο [[Corinth]] was [[inhabited]] far [[away]] from me, i. e. I [[settled]] far from [[Corinth]], Soph.
}}
}}

Revision as of 11:48, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικέω Medium diacritics: ἀποικέω Low diacritics: αποικέω Capitals: ΑΠΟΙΚΕΩ
Transliteration A: apoikéō Transliteration B: apoikeō Transliteration C: apoikeo Beta Code: a)poike/w

English (LSJ)

A go away from home, esp. as a colonist, settle in a foreign country, emigrate, ἐκ πόλεως Isoc.4.122; ἐς Θουρίους Pl.Euthd.271c: so c. acc. loci, Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Pi.P.4.258, cf. Porph.VP 2.
II dwell afar off, μακρὰν ἀ. Th.3.55; πρόσω ἀ. X.Oec.4.6; ἀ. τινὸς πρόσω E.HF557, cf. IA680; ἐν νήσῳ Arist.Pol.1272b1; ἀ. τῶν πεδίων Philostr.Im.1.9: c. acc., live a long way off a person, Theoc. 15.7 (s.v.l.):—Pass., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ.. μακρὰν ἀπῳκεῖτο Corinth was inhabited by me at a distance, i.e. I settled far from Corinth, S. OT998.

Spanish (DGE)

I 1vivir lejos de la patria μακράν Th.3.55, πρόσω X.Oec.4.6, ἐν νήσῳ Arist.Pol.1272b1
en v. pas. ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ ... μακρὰν ἀπῳκεῖτ' yo vivía lejos de Corinto S.OT 998, op. οἰκέω IPr.12.13.
2 vivir lejos c. gen. πατρός E.IA 680, τῶν πεδίων Philostr.Im.1.9, fig. αἰδώς γ' ... τῆς θεοῦ πρόσω E.HF 557, abs., Theoc.15.7.
II 1establecerse como colono, emigrar ἐκ πόλεως Isoc.4.122, ἐς Θουρίους Pl.Euthd.271c, cf. St.Byz.s.u. Ἅρπυια.
2 colonizar c. ac. de lugar νᾶσον Pi.P.4.258.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀποικήσω, ao. ἀπῴκησα, pf. ἀπῴκηκα;
1 émigrer;
2 habiter au loin ; Pass.Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο SOPH j'habitais loin de Corinthe.
Étymologie: ἀπό, οἰκέω.

German (Pape)

1 fernab wohnen, μακράν Thuc. 3.55; Plat. Legg. VI.453a; πρόσω Xen. Oec. 4.6; ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο Soph. O.R. 998, Korinth wurde weit von mir bewohnt, d.i. ich nahm meinen Wohnsitz weit von Korinth.
2 auswandern, als Ansiedler anbauen, sich wo niederlassen, νῆσον Pind. P. 4.258; ἔκ τινος Plat. Legg. IV.708a; Isocr. 4.122; εἰς Θουρίους Plat. Euthyd. 271c; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικέω:
1 выселяться, переселяться (ἐκ τῆς πόλεως Isocr.: εἰς Θουρίους Plat.);
2 заселять, колонизировать (νᾶσον Pind. и ἐν νήσῳ Arst.);
3 жить далеко (πατρός Eur., но ἐμέ Thuc.): ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο Soph. Коринф был далеко от меня; ὑμῶν μακρὰν ἀποικούντων Thuc. так как живете вы далеко.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικέω: ἀπέρχομαι ἀπὸ τῆς πατρίδος, κυρίως ὡς ἄποικος, ὅπως ἐγκατασταθῶ ἐν ξένῃ χώρα, μεταναστεύω, ἐκ τόπου Ἰσοκρ. 66Β· ἐς Θουρίους Πλάτ. Εὐθύδ. 271C· ἐν νήσῳ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 12· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Πινδ. Π. 4. 460. ΙΙ. κατοικῶ μακράν, διάγω ἢ εἶμαι λίαν μακρὰν (ἴδε ἀπάρχω ΙΙ.), μακρὰν ἀπ. Θουκ. 3. 55· πρόσω ἀπ. Ξεν. Οἰκ. 4. 6· ἀπ. τινος πρόσω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 557, πρβλ. Ι. Α. 680· ἀπ. τῶν πεδίων Φιλόστρ. 775: ― μετ’ αἰτ., διάγω, ζῶ, κατοικῶ μακρὰν ἀπό τινος προσώπου, Θεόκρ. 15. 7· εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή. ― Ὁ Σοφ. μεταχειρίζεται τὸ παθητ. κατὰ τρόπον ἰδιόρρυθμον, ἡ Κορινθος ἐξ ἐμοῦ… μακρὰν ἀπῳκεῖτο = ἐγὼ ἀπῴκουν μακρὰν τῆς Κορίνθου, ὅ ἐ. κατῴκουν μακρὰν αὐτῆς, Ο. Τ. 998, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

English (Slater)

ἀποικέω settle, colonize τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (P. 4.258)

Greek Monotonic

ἀποικέω: μέλ. -ήσω·
I. απέρχομαι από την πατρίδα μου (κυρίως ως άποικος), εγκαθίσταμαι σε ξένη χώρα, μεταναστεύω, ἐς Θουρίους, σε Πλάτ.
II. κατοικώ μακριά, βρίσκομαι πολύ μακριά, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο, η Κόρινθος κατοικείτο ως πόλη πολύ μακριά από μένα, δηλ. εγκατεστημένος πολύ μακριά από την Κόρινθο, σε Σοφ.

Middle Liddell

I. to go away from home, to settle in a foreign country, emigrate, ἐς Θουρίους Plat.
II. to dwell afar off, to live or be far away, Eur., Thuc.: Pass., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπωικεῖτο Corinth was inhabited far away from me, i. e. I settled far from Corinth, Soph.