παραβιάζομαι: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=employer la force à l'égard de : μύθους PLUT forcer le sens des paroles;<br / | |btext=employer la force à l'égard de : μύθους PLUT forcer le sens des paroles;<br />[[NT]]: prier instamment ; forcer à accepter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], βιάζομαι. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 07:45, 15 November 2023
English (LSJ)
A do a thing by force against nature or law, LXX De.1.43; use violence, περὶ τῶν τοιούτων Plb.24.8.3.
II c. acc., π. τὸν χάρακα force the palisade, Id.21.27.7; π. τινά constrain, compel him, LXX 4 Ki.2.17, al., Ev.Luc.24.29, Act.Ap.16.15; of arguments or explanations, τὸ ἀδύνατον π. Epicur.Ep.2p.36U., Nat.107 G.; μύθους π. καὶ διαστρέφειν to do them violence, Plu.2.19f, cf. Lyc.6; constrain, c. inf., Onos.19.2 (Pass.):—Act. in Gal.5.287.
German (Pape)
[Seite 472] mit Gewalt Etwas thun, durchsetzen; τὸν χάρακα, durchbrechen, Pol. 22, 10, 7; περὶ πράγματος, 26, 1, 3; καὶ διαστρέφειν τὰς γνώμας, Plut. Lycurg. 6, öfter, u. N. T. – Suid. führt auch das act. an, zw.
French (Bailly abrégé)
employer la force à l'égard de : μύθους PLUT forcer le sens des paroles;
NT: prier instamment ; forcer à accepter.
Étymologie: παρά, βιάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
παραβιάζομαι:
1 брать силой, взламывать (τὸν χάρακα Polyb.);
2 ломать, нарушать (τὰς γνώμας, ταῖς ἡδοναῖς τὴν φύσιν Plut.);
3 удерживать, принуждать (τινα NT).
Greek (Liddell-Scott)
παραβιάζομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀποθ.· - πράττω τι διὰ τῆς βίας παρὰ φύσιν καὶ παρὰ νόμον, Ἑβδ. (Δευτερ. Α΄, 43)· - μεταχειρίζομαι βίαν, περί τινος Πολύβ. 26. 1, 3. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ., π. τὸν χάρακα, ἐκβιάζω τὸ χαράκωμα, κυριεύω διὰ τῆς βίας, ὁ αὐτ. 22. 10, 7· π. τινα, ἐξαναγκάζω τινά, Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. κδ΄, 29, Πράξ. Ἀποστ. ιϚ΄, 15· μύθους π. καὶ διαστρέφειν Πλούτ. 2. 19Ε, πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν Λυκούργ. 6. - Τὸ ἐνεργ. παρὰ Βυζαντίνοις.
English (Strong)
from παρά and the middle voice of βιάζω; to force contrary to (nature), i.e. compel (by entreaty): constrain.
English (Thayer)
1st aorist παρεβιασαμην; deponent verb, to employ force contrary to nature and right (cf. παρά, IV:2), to compel by employing force (Polybius 26,1, 3): τινα, to constrain one by entreaties, Sept. in 1 Samuel 28:23, etc.
Greek Monotonic
παραβιάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ., χρησιμοποιώ βία εναντίον κάποιου, εκβιάζω, εξαναγκάζω κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. άσομαι
Dep. to use violence to one, to constrain, compel him, NTest.
Chinese
原文音譯:parabi£xomai 爬拉-比阿索買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-力
字義溯源:強人之不願,強迫,強留,壓制,占優勢,力勸,懇求;由(παρά)*=旁,出於)與(βιάζω)=用力)組成;而 (βιάζω)出自(βία)*=力)。參讀 (ἀγγαρεύω)的同義字
同義字:1) (παραβιάζομαι)強人之不願 2) (παραινέω)錯誤讚美 3) (παρακαλέω)召近來 4) (παραμυθέομαι)接近 5) (παροξύνω)輕意發怒 6) (παροτρύνω)挑唆 7) (προτρέπω)促進 8) (συγχέω / συγχύνω)雜亂地摻合 9) (συνέχω)緊壓 10) (σωφρονίζω)使人心明達
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯強留(1) 路24:29;
2) 強留(1) 徒16:15