ἀρουραῖος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arouraios
|Transliteration C=arouraios
|Beta Code=a)rourai=os
|Beta Code=a)rourai=os
|Definition=[ᾰρ], α, ον, [[of the country]] or [[from the country]], [[rural]], [[rustic]], [[μῦς]] ἀρουραῖος = [[field]]-[[mole]], Hdt.2.141; σμίνθος A.''Fr.''227; <b class="b3">ὦ παῖ τῆς ἀ. θεοῦ</b>, of Euripides as the reputed son of a [[herb]]-[[seller]], Ar.''Ra.''840; ἀρουραῖος Οἰνόμαος, of Aeschines, who played the part of Oenomaüs 'in the provinces', D. 18.242, cf. ''AB''211 sq.; <b class="b3">ἀ. λίθοι</b> [[rough]] [[stone]]s, ''SIG''2587.21; <b class="b3">φυτὰ ἀ.</b> [[field]]-[[weed]]s, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.6.1.
|Definition=[ᾰρ], α, ον, [[of the country]] or [[from the country]], [[rural]], [[rustic]], [[μῦς]] ἀρουραῖος = [[field]]-[[mole]], [[Herodotus|Hdt.]]2.141; σμίνθος A.''Fr.''227; <b class="b3">ὦ παῖ τῆς ἀ. θεοῦ</b>, of Euripides as the reputed son of a [[herb]]-[[seller]], Ar.''Ra.''840; ἀρουραῖος Οἰνόμαος, of Aeschines, who played the part of Oenomaüs 'in the provinces', D. 18.242, cf. ''AB''211 sq.; <b class="b3">ἀ. λίθοι</b> [[rough]] [[stone]]s, ''SIG''2587.21; <b class="b3">φυτὰ ἀ.</b> [[field]]-[[weed]]s, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.6.1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρουραῖος Medium diacritics: ἀρουραῖος Low diacritics: αρουραίος Capitals: ΑΡΟΥΡΑΙΟΣ
Transliteration A: arouraîos Transliteration B: arouraios Transliteration C: arouraios Beta Code: a)rourai=os

English (LSJ)

[ᾰρ], α, ον, of the country or from the country, rural, rustic, μῦς ἀρουραῖος = field-mole, Hdt.2.141; σμίνθος A.Fr.227; ὦ παῖ τῆς ἀ. θεοῦ, of Euripides as the reputed son of a herb-seller, Ar.Ra.840; ἀρουραῖος Οἰνόμαος, of Aeschines, who played the part of Oenomaüs 'in the provinces', D. 18.242, cf. AB211 sq.; ἀ. λίθοι rough stones, SIG2587.21; φυτὰ ἀ. field-weeds, Thphr. HP 7.6.1.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): hiperdor. ἀρωραῖος Ar.Ach.762
• Prosodia: [ᾰ-]
1 del campo, campestre μῦς Hdt.2.141, Ar.Ach.l.c., σμίνθος Ar.Fr.227, cf. Galeom.53, Babr.108.1, σπέρματα ἀρουραίου Babr.33.5
de dioses rústico ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ ¡oh, hijo de la rústica diosa! (irón. por la verdulera) de Eurípides, Ar.Ra.840.
2 de la provincia, provinciano ἀ. Οἰνόμαος Philostr.VS 584, ref. a Esquines que en las provincias hacía el papel de Enomao, D.18.242, cf. AB 211.
3 silvestre, no cuidado φυτά Thphr.HP 7.6.1
no trabajado λίθοι IG 22.1672.21 (Eleusis IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 358] zum Ackerland gehörig, ländlich, bäuerisch, μῦς Her. 2, 141; μοῦσα, die Heuschrecke, Mel. 112 (VII, 195); ἀ. θεός heißt komisch bei Ar. Ran. 139 Euripides Mutter; ebenso schimpfend ist es Dem. 18, 242, wo Aeschines ἀρουραῖος Οἰνόμαος heißt, der den Oenomaus schlecht gespielt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
des champs, rustique.
Étymologie: ἄρουρα.

Greek Monolingual

ο (AM ἀρουραῖος, -α, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ποντικός των αγρών
2. μτφ. πονηρός, ποταπός («οι αρουραίοι της πολιτικής»)
αρχ.
1. ο αγροτικός
2. (για λίθο) ο ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρουρα. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως επίθετο για να χαρακτηρίσει κυρίως τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («αρουραίος μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών κατά παράλειψη της λ. μυς (πρβλ. και ποντικός < ποντικός (< Πόντος ή πόντος) μυς].

Greek Monotonic

ἀρουραῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την εξοχή, αγροτικός, εξοχικός, μῦς ἀρουραῖος, ποντίκι των αγρών, σε Ηρόδ.· ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ, λέγεται για τον Ευριπίδη που ήταν γιός λαχανοπώλη, σε Αριστοφ.·ἀρουραῖος Οἰνόμαος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρουραῖος: дор. Arph. v.l. ἀρωραῖος 2, редко 3 (ᾰρ)
1 полевой (μῦς Her.);
2 деревенский, сельский (θεός Arph.; sc. ῥήτωρ Dem.; Μοῦσα Anth.).

Middle Liddell


of or from the country, rural, rustic, μῦς ἀρ. a field- mouse, Hdt.; ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ, of Euripides as the reputed son of a herb-seller, Ar.; ἀρ. Οἰνόμαος, of Aeschines who played the part of Oenomaus in the country, Dem.

English (Woodhouse)

countrified, provincial

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)