ἀεικίζω: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Cf. [[attic]] [[αἰκίζω]]<br />to [[treat]] [[unseemly]], [[injure]], [[abuse]], Hom.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I [[will]] do thee no [[great]] [[dishonour]], Il.:—Mid. in act. [[sense]], Hom.
|mdlsjtxt=[Cf. Attic [[αἰκίζω]]<br />to [[treat]] [[unseemly]], [[injure]], [[abuse]], Hom.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I [[will]] do thee no [[great]] [[dishonour]], Il.:—Mid. in act. [[sense]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεικίζω Medium diacritics: ἀεικίζω Low diacritics: αεικίζω Capitals: ΑΕΙΚΙΖΩ
Transliteration A: aeikízō Transliteration B: aeikizō Transliteration C: aeikizo Beta Code: a)eiki/zw

English (LSJ)

(Att. αἰκίζω, q.v.), fut. -ιῶ Il. (v.infr.), later Ep. also ἀεικίσσω Q.S.10.401: Ep. aor. ἀείκισσα Il.16.545:—Med., Ep.aor. ἀεικισσάμην ib.559, 22.404:—Pass., Ep. aor. inf. ἀεικισθήμεναι Od.18.222:—treat unseemly, injure, Hom. Il. cc.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I will do thee no great dishonour, Il.22.256, cf. 24.22 and 54, etc.:—Med. in act. sense, Il.ll.cc.

Spanish (DGE)

v. αἰκίζω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀεικιῶ;
épq. c. αἰκίζω.
Étymologie: ἀεικής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεικίζω ἀεικής ep. aor. ἀείκισσα, pass. ἀεικισθήμεναι; ep. fut. ἀεικιῶ, onbetamelijk behandelen, mishandelen; van een lijk schenden, verminken.

German (Pape)

schmählich behandeln, mißhandeln, νεκρὸν ἀεικίσσωσι, von den Fliegen, Il. 19.26, vgl. 16.545; fut. ἀεικιῶ 22.256; med. ἀεικισσαίμεθα in aktiv. Bdtg 16.559; pass. ἀεικισθήμεναι Od. 18.222.

Russian (Dvoretsky)

ἀεικίζω: тж. med.
1 дурно обращаться, оскорблять, обижать (τινα Hom.);
2 бесчестить, обезображивать (νεκρόν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικίζω: μέλλ. -ιῶ, Ἰλ. (ἴδε κατωτέρ.), Ἐπ. καὶ ἀεικίσσω, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 401. Ἐπ. ἀόρ. ἀείκισσα, Ἰλ. ΙΙ. 545: - μέσ. Ἐπ. ἀόρ. ἀεικισσάμην, αὐτόθι 559, Χ., 404: - Παθ. Ἐπ. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀεικισθήμεναι, Ὀδ. Σ. 222. Μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, βλάπτω, ἀδικῶ, Ὅμ. οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δὲν θά σοι προξενήσω μεγάλην ἀτιμίαν, Ἰλ. Χ. 256· πρβλ. Ω. 22 καὶ 54, κτλ: - Μέσ. μετὰ ἐνεργ. σημασ. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκίζω.

English (Autenrieth)

(ἀϝεικής), ipf. ἀείκιζεν, aor. subj. ἀεικίσσωσι, mid. ἀεικισσαίμεθα, ἀεικίσσασθαι, pass. ἀεικισθήμεναι: disfigure, maltreat, insult.

Greek Monotonic

ἀεικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ· Επικ. αόρ. αʹ ἀείκισσα — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ ἀεικισσάμην — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ, ἀεικισθήμεναι· συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι απρεπώς, βλάπτω, αδικώ, σε Όμηρ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δεν θα σου προξενήσω μεγάλη ατιμία, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με Ενεργ. σημασία, στον ίδ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκίζω.

Middle Liddell

[Cf. Attic αἰκίζω
to treat unseemly, injure, abuse, Hom.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I will do thee no great dishonour, Il.:—Mid. in act. sense, Hom.