ὑπερφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperfyomai
|Transliteration C=yperfyomai
|Beta Code=u(perfu/omai
|Beta Code=u(perfu/omai
|Definition=Pass., with aor. 2 and pf. Act.,<br><span class="bld">A</span> [[grow upon]] or [[over]], [ἔρως] ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Aristaenet.1.6 (sed leg. [[ὑπεφύετο]]); τινι Gal. in Pl.Ti.p.6 D.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[surpass]], [[excel]], c. acc. pers. et dat. rei, ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Hdt.6.127, cf. D.C.56.2: c. gen. pers., Aristid.2.151 J.
|Definition=Pass., with aor. 2 and pf. Act.,<br><span class="bld">A</span> [[grow upon]] or [[over]], [ἔρως] ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Aristaenet.1.6 (sed leg. [[ὑπεφύετο]]); τινι Gal. in Pl.Ti.p.6 D.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[surpass]], [[excel]], c. acc. pers. et dat. rei, ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ [[Herodotus|Hdt.]]6.127, cf. D.C.56.2: c. gen. pers., Aristid.2.151 J.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφύομαι Medium diacritics: ὑπερφύομαι Low diacritics: υπερφύομαι Capitals: ΥΠΕΡΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperphýomai Transliteration B: hyperphyomai Transliteration C: yperfyomai Beta Code: u(perfu/omai

English (LSJ)

Pass., with aor. 2 and pf. Act.,
A grow upon or over, [ἔρως] ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Aristaenet.1.6 (sed leg. ὑπεφύετο); τινι Gal. in Pl.Ti.p.6 D.
II metaph., surpass, excel, c. acc. pers. et dat. rei, ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Hdt.6.127, cf. D.C.56.2: c. gen. pers., Aristid.2.151 J.

German (Pape)

[Seite 1204] mit aor. II. u. perf. act. (s. φύω), darüber entstehen, bes. darüber hinauswachsen, übertreffen; ὁ ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ, der sie an Macht übertraf, Her. 6, 127; Sp., wie D. Cass. 56, 2.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερφύσομαι, ao.2 ὑπερέφυν, etc.
naître ou croître au-dessus de ; fig. l'emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.
Étymologie: ὑπέρ, φύω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφύομαι: перерастать, превосходить: ὑπερφὺς Ἓλληνας ἰσχύϊ Her. превзошедший (всех) греков силой.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι ὑπεράνω τινός, ηὐξάνετο (ὁ ἔρως) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ οὕτως ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· μετὰ γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151. {{grml |mltxt=Α [[φύω, φύομαι
1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ.
β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.)
2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.)
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑπερφύς
ὑπεργεννηθείς». }}

Greek Monotonic

ὑπερφύομαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., υπερτερώ, ξεπερνώ, υπερέχω, με αιτ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act., to surpass, excel, c. acc., Hdt.