μεταφορικός: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μεταφορικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[apt at metaphors]], [[Arist]].<br /><b class="num">II.</b> metaphorical: adv. -κῶς, Plut. | |mdlsjtxt=[[μεταφορικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[apt at metaphors]], [[Arist]].<br /><b class="num">II.</b> metaphorical: adv. -κῶς, Plut. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[figurative]]=== | |||
Arabic: اِسْتِعَارِيّ, مَجَازِيّ, رَمْزِيّ; Azerbaijani: məcazi; Bulgarian: преносен, метафоричен; Catalan: figuratiu; Chinese Mandarin: [[比喻]], [[象徵]], [[象征]]; Czech: přenesený, obrazný; Danish: overført, billedlig; Dutch: [[overdrachtelijk]], [[figuurlijk]]; Estonian: kujundlik; Finnish: kuvaannollinen; French: [[figuratif]], [[figuré]]; Galician: figurativo; Georgian: მეტაფორული, ხატოვანი, გადატანითი; German: [[bildlich]], [[figürlich]], [[metaphorisch]], [[symbolisch]], [[übertragen]], [[uneigentlich]], [[verblümt]]; Greek: [[μεταφορικός]]; Ancient Greek: [[ἀλληγορικός]], [[τροπικός]]; Hungarian: átvitt, képletes, jelképes; Italian: [[figurativo]]; Japanese: 比喩的な; Latin: [[tropicus]]; Norwegian Bokmål: billedlig; Nynorsk: biletleg; Occitan: figurat; Persian: استعاری, انگاری; Polish: przenośny; Portuguese: [[figurativo]]; Romanian: figurativ; Russian: [[переносный]], [[образный]], [[фигуральный]], [[метафорический]]; Scottish Gaelic: samhlachail; Spanish: [[figurativo]], [[figurado]], [[traslaticio]]; Swedish: figurativ; Turkish: mecazi; Ukrainian: образний, переносний; Vietnamese: nghĩa bóng | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 5 November 2024
English (LSJ)
μεταφορική, μεταφορικόν,
A apt at metaphors, Id.Po.1459a6, Fr.70.
II metaphorical, Phld.Po.2.55, Porph.in Cat.58.37. Adv. μεταφορικῶς Phld.Mus.p.30 K., Placit.1.19.1, Erot. s.v. νεφέλαι, etc.
German (Pape)
[Seite 156] ή, όν, übertragen, metaphorisch, uneigentlich, ὄνομα, Gramm. – Der Metaphern zu gebrauchen pflegt, δεινὸς περὶ τὴν φράσιν καὶ μεταφ., D. L. 8, 57.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 métaphorique, figuré;
2 qui aime les expressions figurées.
Étymologie: μεταφορά.
Russian (Dvoretsky)
μεταφορικός:
1 метафорический, переносный Arst.;
2 склонный к употреблению метафор (Ἐμπεδοκλῆς Arst., Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταφορικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς μεταφοράς, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 16, Ἀποσπ. 59. ΙΙ. ὀ ἀνήκων εἰς μεταφοράν, κατὰ μεταφορὰν εἰρημένος· ἐπίρρ. -κῶς, Πλού. 22. 884Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μεταφορικός, -ή, -όν) μεταφορά
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μεταφορά ή αυτός που προσιδιάζει στη μεταφορά («μεταφορικό μέσο»)
2. γραμμ. αυτός που εκφράζεται με μεταφορά, ο αλληγορικός («μεταφορική σημασία»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το μεταφορικό
α) τηλεγραφική συσκευή που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν και με την οποία ενισχύονταν και αναμεταδίδονταν τα ασθενή σήματα
β) στον πληθ. τα μεταφορικά
τα έξοδα, οι δαπάνες που απαιτούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων, αλλ. κόμιστρα
2. φρ. α) «μεταφορικά γραφεία» — πρακτορεία μεταφορών που αναλαμβάνουν τη μεταφορά πραγμάτων και προσώπων με μεταφορικά μέσα δικά τους ή τρίτων
γ) «μεταφορικό RNΑ»
βιολ. ιδιαίτερη μορφή του ριβονουκλεϊκού οξέος, κύριος ρόλος της οποίας είναι η μεταφορά τών αμινοξέων από το κυτταρικό περιβάλλον στην αλυσίδα σχηματισμού τών πρωτεϊνών η οποία έχει «κατασκευαστεί» από το αγγελιαφόρο RNΑ, αλλ. μεταφορέας RNΑ
δ) «μεταφορικά έξοδα» — τα μεταφορικά
ε) «μεταφορικά μέσα» — βλ. μέσο
στ) «μεταφορικοί συνεταιρισμοί» — μορφή συνεταιρισμών που συγκροτούνται ανάμεσα σε ιδιοκτήτες μεταφορικών μέσων, με χαρακτήρα κυρίως προμηθευτικό
αρχ.
ο επιτήδειος στη μεταφορά.
επίρρ...
μεταφορικώς και -ά (Α μεταφορικῶς)
με μεταφορά, με μεταφορικό τρόπο («οι ποιητές είναι αυτοί που κυρίως εκφράζονται μεταφορικώς»).
Greek Monotonic
μεταφορικός: -ή, -όν,
I. κατάλληλος στις μεταφορές, σε Αριστ.
II. μεταφορικός (που εκφράζεται με το σχήμα λόγου της μεταφοράς)· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μεταφορικός, ή, όν
I. apt at metaphors, Arist.
II. metaphorical: adv. -κῶς, Plut.
Translations
figurative
Arabic: اِسْتِعَارِيّ, مَجَازِيّ, رَمْزِيّ; Azerbaijani: məcazi; Bulgarian: преносен, метафоричен; Catalan: figuratiu; Chinese Mandarin: 比喻, 象徵, 象征; Czech: přenesený, obrazný; Danish: overført, billedlig; Dutch: overdrachtelijk, figuurlijk; Estonian: kujundlik; Finnish: kuvaannollinen; French: figuratif, figuré; Galician: figurativo; Georgian: მეტაფორული, ხატოვანი, გადატანითი; German: bildlich, figürlich, metaphorisch, symbolisch, übertragen, uneigentlich, verblümt; Greek: μεταφορικός; Ancient Greek: ἀλληγορικός, τροπικός; Hungarian: átvitt, képletes, jelképes; Italian: figurativo; Japanese: 比喩的な; Latin: tropicus; Norwegian Bokmål: billedlig; Nynorsk: biletleg; Occitan: figurat; Persian: استعاری, انگاری; Polish: przenośny; Portuguese: figurativo; Romanian: figurativ; Russian: переносный, образный, фигуральный, метафорический; Scottish Gaelic: samhlachail; Spanish: figurativo, figurado, traslaticio; Swedish: figurativ; Turkish: mecazi; Ukrainian: образний, переносний; Vietnamese: nghĩa bóng