ὑποπλέω: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[naviguer sous]];<br /><b>2</b> [[naviguer de côté]], [[obliquement]];<br /><b>3</b> [[naviguer secrètement]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέω]].
|btext=[[ὑποπλῶ]] :<br /><b>1</b> [[naviguer sous]];<br /><b>2</b> [[naviguer de côté]], [[obliquement]];<br /><b>3</b> [[naviguer secrètement]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 18:50, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπλέω Medium diacritics: ὑποπλέω Low diacritics: υποπλέω Capitals: ΥΠΟΠΛΕΩ
Transliteration A: hypopléō Transliteration B: hypopleō Transliteration C: ypopleo Beta Code: u(pople/w

English (LSJ)

A sail under, τὴν Κύπρον, i.e. under the lee of Cyprus, Act.Ap. 27.4: c. dat., ὑ. τενάγεσσι AP9.296 (Apollonid.):—Pass., Philostr. Im.2.17.
II sail underground, ἐς τὸν Τίβεριν δι' [ὑπονόμων] D.C. 49.43.

German (Pape)

[Seite 1229] (s. πλέω), zu Schiffe darunter hinfahren, ὑποπλεύσας τενάγεσσιν Apollnds. 16 (IX, 296).

French (Bailly abrégé)

ὑποπλῶ :
1 naviguer sous;
2 naviguer de côté, obliquement;
3 naviguer secrètement.
Étymologie: ὑπό, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπλέω: (aor. 1 ὑπέπλευσα) плыть мимо, огибать (τὴν Κύπρον NT): ὑ. τενάγεσσιν Anth. огибать мели.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω ὑποκάτω, ἢ πλησίον, κἀκεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον, δηλαδὴ ἔχοντες αὐτὴν ὑπήνεμον, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 4· μετὰ δοτ., ὑπ. τενάγεσσιν Ἀνθ. Π. 9. 296. - Παθ., Φιλόστρ. 836. ΙΙ. πλέω κρυφίως, ἐς τὸν Τίβεριν δι’ ὑπονόμων Δίων Κάσσ. 49. 43.

English (Strong)

from ὑπό and πλέω; to sail under the lee of: sail under.

English (Thayer)

1st aorist ὑπέπλευσα; (Vulg. subnavigo); to sail under, i. e. to sail close by, pass to the leeward of: with the accusative of the place, Dio Cassius, Dio Chr., others.)

Greek Monolingual

ὑποπλέω, ΝΜΑ, και ιων. ποιητ. τ. ὑποπλώω, Α πλέω
ναυτ. πλέω κοντά στην ξηρά αποφεύγοντας τον άνεμο, παραπλέω τις ακτές
μσν.
μτφ. (σχετικά με μια αρνητική κατάσταση) μένω ανέγγιχτος («παρανομίας θάλασσαν ύπέπλευσαν άβρόχως», Μηναί.)
αρχ.
πλέω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, κρυφά.

Greek Monotonic

ὑποπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω κάτω από, ὑπόπλεον τὴν Κύπρον, δηλ. κάτω από την υπήνεμη πλευρά της Κύπρου, έχοντας ως προκάλυμμα κατά του ανέμου την Κύπρο, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail under, ὑπ. τὴν Κύπρον, i. e. under the lee of Cyprus, NTest.

Chinese

原文音譯:Øpoplšw 虛坡-普累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在下-漂行
字義溯源:駛過,沿著⋯航行,向下風航駛,貼近⋯行駛,貼近⋯航行;由(ὑπό)*=被)與(πλέω)*=航行)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 就貼近⋯航行(1) 徒27:7;
2) 我們就貼近⋯行駛(1) 徒27:4