λεγεών: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λεγεών]], ῶνος,<br />the Lat. [[legio]], NTest., Plut. | |mdlsjtxt=[[λεγεών]], ῶνος,<br />the Lat. [[legio]], NTest., Plut. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[λεγεών]], η (AM [[λεγεών]], λεγεῶνος, ἡ και ὁ)<br /><b>1.</b> (στους αρχαίους Ρωμαίους) στρατιωτική [[μονάδα]] την οποία αποτελούσαν [[επτά]] [[περίπου]] χιλιάδες στρατιώτες («παραστήσει μοι πλείους ἢ [[δώδεκα]] λεγεώνας ἀγγέλων», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μεγάλος]] [[αριθμός]] ανθρώπων, [[πλήθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στρατιωτικό [[σώμα]] από εθελοντές ή μισθοφόρους ξένης καταγωγής («Λεγεώνα τών Ξένων» — μισθοφορικό γαλλικό στρατιωτικό [[σώμα]] στην Αφρική)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «Λεγεώνα της Τιμής» — [[τάξη]] γαλλικών παρασήμων<br />β. «Λεγεώνα τών Φιλελλήνων» — [[σώμα]] αλλοεθνών φιλελλήλων που πολέμησαν [[μαζί]] με τους Έλληνες [[κατά]] την [[επανάσταση]] του 1821 και [[κατά]] τον πόλεμο του 1897.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>legio</i>, -<i>onis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lego</i> «[[συλλέγω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:04, 21 October 2024
English (LSJ)
ῶνος, ἡ, = Lat. legio, Ev.Matt.26.53, Ev.Marc.5.9, Plu. Rom.13, 20, IGRom.3.670, al.:—freq. written λεγιών, ib.214.3, al.: —hence λεγιονάριος, ὁ, ib.913.3, al.
German (Pape)
[Seite 21] ῶνος, ὁ, das lat. legio, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ἡ) :
= lat. legio, légion.
Russian (Dvoretsky)
λεγεών: v.l. λεγιών, ῶνος ὁ (лат. legio) легион (πεζῶν καὶ ἱππέων Plut.; λ. ὄνομά μοι NT).
Greek (Liddell-Scott)
λεγεών: -ῶνος, ἡ, παρὰ Λατ. legio, Πλουτ. Ρωμ. 13 καὶ 20, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 56, κ. Μάρκ. Ε΄, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 4750b, κ. ἀλλ.· συχνάκις δὲ φέρεται: λεγιών, αὐτόθι 1128, 1133, κ. ἀλλ.· - λεγιωνάριος, ὁ, αὐτόθι 2803. Ἦτο δὲ ἡ λεγεὼν στρατιωτικὸν σύνταγμα ἐκ Ρωμαίων πολιτῶν, τετρακισχιλίων μὲν πεζῶν, τριακοσίων δὲ ἱππέων· ἀλλ’ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ηὐξάνετο κατὰ τὰς περιστάσεις· ἀπολύτως ἐπὶ ἄλλων ἐθνῶν, τάγμα, φάλαγξ, στρατός.
English (Strong)
of Latin origin; a "legion", i.e. Roman regiment (figuratively): legion.
English (Thayer)
and (so T, Tr (but not in WH (see at the end), also Lachmann in λεγιών (cf. Tdf. edition 7 Proleg., p. 1.; (especially edition 8, p. 83; Buttmann, 16 (15)); Song of Solomon, too, in inscriptions in Boeckh; (Diodorus, Plutarch, others)), λεγεωνος, ἡ (a Latin word), a legion (a body of soldiers whose number differed at different times, and in the time of Augustus seems to have consisted of 6,826 men (i. e. 6,100 foot soldiers, and 726 horsemen)): WH (ex errore?) λεγιών (cf. Chandler § 593)).
Greek Monolingual
η (AM λεγεών, -ῶνος, ἡ και ὁ)
βλ. λεγεώνα.
Greek Monotonic
λεγεών: -ῶνος, ἡ, Λατ. legio, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
Middle Liddell
λεγεών, ῶνος,
the Lat. legio, NTest., Plut.
Greek Monolingual
και λεγεών, η (AM λεγεών, λεγεῶνος, ἡ και ὁ)
1. (στους αρχαίους Ρωμαίους) στρατιωτική μονάδα την οποία αποτελούσαν επτά περίπου χιλιάδες στρατιώτες («παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεώνας ἀγγέλων», ΚΔ)
2. συνεκδ. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, πλήθος
νεοελλ.
1. στρατιωτικό σώμα από εθελοντές ή μισθοφόρους ξένης καταγωγής («Λεγεώνα τών Ξένων» — μισθοφορικό γαλλικό στρατιωτικό σώμα στην Αφρική)
2. φρ. α) «Λεγεώνα της Τιμής» — τάξη γαλλικών παρασήμων
β. «Λεγεώνα τών Φιλελλήνων» — σώμα αλλοεθνών φιλελλήλων που πολέμησαν μαζί με τους Έλληνες κατά την επανάσταση του 1821 και κατά τον πόλεμο του 1897.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legio, -onis < λατ. lego «συλλέγω»].