σεμνολογία: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες" to "τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον") |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[boasting]]=== | |trtx====[[boasting]]=== | ||
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: [[opschepperij]]; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Angeben]], [[Angabe]], [[Großprahlerei]], [[Prahlen]], [[Prahlerei]]; Greek: [[αμετροέπεια]], [[καυχησιά]], [[καυχησιολογία]], [[καύχος]], [[κομπασμός]], [[λεονταρισμοί]], [[μεγάλα λόγια]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληγορία]], [[μεγαλορρημοσύνη]], [[μεγαλοστομία]], [[μεγαλοστομίες]], [[ξιπασιά]], [[στόμφος]], [[υπερβολές]], [[φανφαρονισμός]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]], [[αὔχη]], [[αὔχημα]], [[αὔχησις]], [[εὖγμα]], [[εὐχωλή]], [[καύχησις]], [[καῦχος]], [[κομπαγωγία]], [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπεία]], [[κομπία]], [[ψολοκομπία]], [[κουφολογία]], [[λάπισμα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαλορρημονία]], [[ὄγκος]], [[περιαυτολογία]], [[περπερεία]], [[πλατυσμός]], [[σεμνολογία]], [[τὸ ἀλαζονικόν]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ κομπῶδες]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑψηλολογία]]; Irish: mórtas; Latin: [[iactantia]]; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: [[jactancia]], [[fanfarronería]]; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel | Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: [[opschepperij]]; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Angeben]], [[Angabe]], [[Großprahlerei]], [[Prahlen]], [[Prahlerei]]; Greek: [[αμετροέπεια]], [[καυχησιά]], [[καυχησιολογία]], [[καύχος]], [[κομπασμός]], [[λεονταρισμοί]], [[μεγάλα λόγια]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληγορία]], [[μεγαλορρημοσύνη]], [[μεγαλοστομία]], [[μεγαλοστομίες]], [[ξιπασιά]], [[στόμφος]], [[υπερβολές]], [[φανφαρονισμός]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]], [[αὔχη]], [[αὔχημα]], [[αὔχησις]], [[εὖγμα]], [[εὐχωλή]], [[καύχησις]], [[καῦχος]], [[κομπαγωγία]], [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπεία]], [[κομπία]], [[ψολοκομπία]], [[κουφολογία]], [[λάπισμα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαλορρημονία]], [[ὄγκος]], [[περιαυτολογία]], [[περπερεία]], [[πλατυσμός]], [[σεμνολογία]], [[τὸ ἀλαζονικόν]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ κομπῶδες]], [[τὸ μεγάλαυχον]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑψηλολογία]]; Irish: mórtas; Latin: [[iactantia]]; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: [[jactancia]], [[fanfarronería]]; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:17, 23 January 2024
English (LSJ)
ἡ, boasting, Chrysipp.Stoic.3.50; impressiveness, D.H.Comp.11, Th.23, 50, App.Syr.10.
German (Pape)
[Seite 871] ἡ, das würdevolle, feierliche Sprechen, das Reden in feierlichem oder vornehmem Tone, D. Hal. C. V. 11 Iud. de Isocr. 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gravité du discours.
Étymologie: σεμνολόγος.
Russian (Dvoretsky)
σεμνολογία: ἡ торжественная речь, велеречие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνολογία: ἡ, σοβαρὰ ὁμιλία ἢ ἱεροπρεπής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, π. Θουκ. 23 καὶ 50, Πλούτ. 2. 1046D.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σεμνολόγος
1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια
2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα
αρχ.
(με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία.
Translations
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel