δαιτρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0516.png Seite 516]] theilen, [[μερίζω]]; Beute, Hom. Iliad . 11, 688. 705, vgl. Scholl. 705; Fleisch zerlegen, in Portionen vertheilen u. vorlegen, Od. 14, 433. 15, 323; Sp. D. vom Zerreißen wilder Tiere; vgl. Lehrs. Aristarch. 165; auch im med., Opp. H. 1, 545; schlachten, Nonn. D. 13, 118.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0516.png Seite 516]] teilen, [[μερίζω]]; Beute, Hom. Iliad . 11, 688. 705, vgl. Scholl. 705; Fleisch zerlegen, in Portionen verteilen u. vorlegen, Od. 14, 433. 15, 323; Sp. D. vom Zerreißen wilder Tiere; vgl. Lehrs. Aristarch. 165; auch im med., Opp. H. 1, 545; schlachten, Nonn. D. 13, 118.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτρεύω Medium diacritics: δαιτρεύω Low diacritics: δαιτρεύω Capitals: ΔΑΙΤΡΕΥΩ
Transliteration A: daitreúō Transliteration B: daitreuō Transliteration C: daitrevo Beta Code: daitreu/w

English (LSJ)

divide, esp. cut up meat, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι to cut up and roast it, Od. 15.323; ἂν δὲ… ἵστατο δαιτρεύσων to carve, 14.433; τὰ δ' ἄλλ' ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν to cut up for distribution among the people, Il. 11.705, cf. 688; ἵππους δαίτρευον, of the Amazons, ARh. 2.1176; τὰ πιότερα τῶν προβάτων Them. Or. 13.171c; of animals, devour prey, Oppian. H. 2.294; — Med., ib. 606, Nonn. D. 5.363, al.; — Pass., Lyc. 160, etc.

Spanish (DGE)

1 repartir abs., rel. botín οἱ δὲ ... ἡγήτορες ἄνδρες δαίτρευον Il.11.688, τὰ δ' ἄλλ' ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν Il.11.705
rel. carne trinchar para repartir ἂν δὲ συβώτης ἵστατο δαιτρεύσων Od.14.433, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι καὶ οἰνοχοῆσαι Od.15.323, cf. Timae.152, Babr.106.11, IKios 19.1 (I/II d.C.).
2 c. ac. compl. dir. despiezar c. suj. de pers., a un animal para el sacrificio τοὺς δ' ἕταροι ... κόπτον δαίτρευόν τε (βόας) A.R.1.433
sacrificar ἵππους A.R.2.1176
c. suj. de animales desgarrar πολλὰ δ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν Opp.H.2.294, cf. C.2.247, 263, Them.Or.13.171c, de las bacantes ὄφρα μιν ... διὰ στόμα δαιτρεύσωμεν Opp.C.4.307, de comidas antropofágicas, Nonn.D.13.118, en v. pas. (πουλύπους) οὐδὲν ἀμυνόμενος, δαιτρεύεται Opp.H.1.545
en v. med. mismo sent. εἰσόκε σάρκα ... ὑπὸ στόμα δαιτρεύσωνται Opp.H.2.606, ἄρκτοι ... ἐδαιτρεύσαντο (με) γενείοις Nonn.D.5.363.

German (Pape)

[Seite 516] teilen, μερίζω; Beute, Hom. Iliad . 11, 688. 705, vgl. Scholl. 705; Fleisch zerlegen, in Portionen verteilen u. vorlegen, Od. 14, 433. 15, 323; Sp. D. vom Zerreißen wilder Tiere; vgl. Lehrs. Aristarch. 165; auch im med., Opp. H. 1, 545; schlachten, Nonn. D. 13, 118.

French (Bailly abrégé)

faire des parts ; découper des viandes et distribuer des portions.
Étymologie: δαιτρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιτρεύω [δαιτρός] in stukken snijden, spec. vlees; alg. verdelen.

Russian (Dvoretsky)

δαιτρεύω: (о мясе) разделять на порции, нарезать (δαιρτεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι Hom.).

English (Autenrieth)

(δαιτρός): distribute; especially of carving meat; of booty, Il. 11.688.

Greek Monolingual

δαιτρεύω (AM) δαιτρός
μσν.
μεταδίδω κάτι σε κάποιον, καθιστώ κάποιον κοινωνό σε κάτι
αρχ.
1. μοιράζω, κόβω σε μερίδες το κρέας
2. σφάζω
3. (για άγρια ζώα) κατασπαράσσω, καταβροχθίζω λεία.

Greek Monotonic

δαιτρεύω: μέλ. -σω (δαιτρός), διαμελίζω κρέας, τεμαχίζω σε μερίδες ή κόβω, σε Ομήρ. Οδ.· κόβω, κομματιάζω για να διανείμω, μοιράζω ανάμεσα στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτρεύω: (δαιτρός) διαιρῶ, μοιράζω, ἰδίως κόπτω κρέας, δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι, νὰ κόψω καὶ ψήσω, Ὀδ. Ο. 323· ἂν δὲ… ἵστατο δαιτρεύσων, ἵνα κόψῃ, μοιράσῃ, Ξ. 433· τὰ δ’ ἄλλ’ ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν, νὰ κόψωσιν ὅπως μοιράσωσι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Ἰλ. Λ. 703, πρβλ. 687· ἵππους δαίτρευον, ἐπὶ τῶν Ἀμαζόνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176. – Μέσ. ἐν Ὀπ. Ἁλ. 2. 606.

Middle Liddell

δαιτρός
to cut up meat, cut into joints or to carve, Od.: to cut up for distribution among the people, Il.