ἀπραξία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apraksia
|Transliteration C=apraksia
|Beta Code=a)praci/a
|Beta Code=a)praci/a
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[non-action]], [[inaction]], <b class="b3">τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ λέγω</b> intending to act is the same as [[not-acting]], E.''Or.''426; οὐδεμίαν.. πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.''Sph.''262c.<br><span class="bld">2</span> [[rest from business]], [[repose]], [[inactivity]], [[leisure]], Men.633: in plural, = Lat. [[justitium]], Plu.''Sull.''8.<br><span class="bld">II</span> [[want of success]], κοινὴ ἀ. Aeschin. 1.188.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[futility|futilities]], Phld.''Rh.''1.38S.
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[non-action]], [[inaction]], <b class="b3">τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ λέγω</b> intending to act is the same as [[not-acting]], [[Euripides|E.]], ''[[Orestes|Or.]]''426; οὐδεμίαν.. πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.''Sph.''262c.<br><span class="bld">2</span> [[rest from business]], [[repose]], [[inactivity]], [[leisure]], Men.633: in plural, = Lat. [[justitium]], Plu.''Sull.''8.<br><span class="bld">II</span> [[want of success]], κοινὴ ἀ. Aeschin. 1.188.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[futility|futilities]], Phld.''Rh.''1.38S.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:10, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπραξία Medium diacritics: ἀπραξία Low diacritics: απραξία Capitals: ΑΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: apraxía Transliteration B: apraxia Transliteration C: apraksia Beta Code: a)praci/a

English (LSJ)

ἡ,
A non-action, inaction, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ λέγω intending to act is the same as not-acting, E., Or.426; οὐδεμίαν.. πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph.262c.
2 rest from business, repose, inactivity, leisure, Men.633: in plural, = Lat. justitium, Plu.Sull.8.
II want of success, κοινὴ ἀ. Aeschin. 1.188.
2 in plural, futilities, Phld.Rh.1.38S.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπραξεία Phld.Mus.4.37.36, v. tb. ἀπρακτία
I 1inactividad, inacción τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ el retraso es igual al no hacer nada E.Or.426, οὐδεμίαν ... πρᾶξιν οὐδ' ἀπραξίαν Pl.Sph.262c, ἀπραξία γὰρ λιτὸν οὐ τρέφει βίον Men.Fr.525, σο[φι] στικὰς ἀπραξί[α] ς Phld.Rh.2.71Aur., ἀνάπαυλαν δὲ οὐ τὴν ἀπραξίαν Ph.1.155, (Ἀχιλλεύς) οὐδ' ... πενθεῖ τὸν φίλον ἀπραξίᾳ (Aquiles) no llora al amigo sin hacer nada Plu.2.33a, οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας Plu.2.135b, εἰς ἀπραξίαν ἡμᾶς περιστήσειν PTeb.24.33 (II a.C.), τὸ μετ' ἀπραξίας ἡσυχάζειν D.C.38.37.4, πενίαν ὲξ ἀπραξίας ἑλόμενος Synes.Ep.52, πράγματα ἕξω ἐξ ἀπραξίας Vlp. en Ath.49a.
2 plu. suspensión de toda actividad pública lat. iustitium ἀπραξίας δὲ διὰ ταῦτα τῶν ὑπάτων ψηφισαμένων Plu.Sull.8, τὰς ἀπραξίας λῦσαι Plu.Sull.8, cf. Mar.35.
II 1fracaso κοινὴ ἀ. Aeschin.1.188.
2 nadería, fruslería τὴν ... ἀπραξείαν τοῦ μειρακιωδῶς ἄιδοντος Phld.Mus.4.37.36.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, Unthätigkeit, Gegensatz πρᾶξις Plat. Soph. 262 c; Tatlosigkeit, Aesch. 1, 188; Gerichtsferien, Plut. Sull. 8; Müßiggang, Synes.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
repos, loisir ; αἱ ἀπραξίαι vacances des tribunaux.
Étymologie: ἄπρακτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπραξία:
1 бездеятельность, бездействие Eur., Plat., Plut.;
2 незанятость, отдых, досуг, Men., Plut.;
3 pl. неприсутственные дни, т. е. свободные от судебных заседаний Plut.;
4 неуспех, неудача Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπραξία: ἡ, τὸ μὴ πράττειν, μὴ ἐνεργεῖν, τὸ μέλλον ἴσον ἀπραξίᾳ, τὸ μέλλειν τι πρᾶξαι ἴσον τῷ μὴ πράττειν, Εὐρ. Ὀρ. 426· οὐδεμίαν… πρᾶξιν οὐδ’ ἀπραξίαν Πλάτ. Σοφ. 262C. 2) ἀνάπαυσις ἀπὸ τῆς ἐργασίας, ἀργία, ἀνάπαυσις, Μένανδ. ἐν Ἀδήλοις 93: κατὰ πληθ., ἡμέραι ἀργίας, διακοπαὶ τῶν δικαστηρίων, Πλουτ. Σύλλ. 8. ΙΙ. ἔλλειψις ἐπιτυχίας, Αἰσχίν. 26. 38· τὸ μὴ μετέχειν τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Συνεσ. Ἐπιστ. 50 ἐν τέλει.

Greek Monolingual

η (AM ἀπραξία)
1. έλλειψη δράσης, αδράνεια
2. έλλειψη εμπειρίας, αδεξιότητα, ανικανότητα
αρχ.-μσν.
αποτυχία, αστοχία
αρχ.
(για δικαστήρια) διακοπές.

Greek Monotonic

ἀπραξία: ἡ,
I. 1. αποχή από οποιαδήποτε πράξη, αδράνεια, σε Ευρ., Πλάτ.
2. ανάπαυλα από την εργασία, αργία, ανάπαυση· στον πληθ., διακοπές, ημέρες που δεν είναι εργάσιμες, σε Πλούτ.
II. έλλειψη επιτυχίας, αποτυχία, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ἄπρακτος
I. a not acting, inaction, Eur., Plat.
2. rest from business, in plural holidays, Plut.
II. want of success, Aeschin.

English (Woodhouse)

unsuccessfulness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)