ὀξύτονος: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksytonos | |Transliteration C=oksytonos | ||
|Beta Code=o)cu/tonos | |Beta Code=o)cu/tonos | ||
|Definition=ὀξύτονον,<br><span class="bld">A</span> [[sharp-sounding]], [[piercing]]. of sound, ὀξύτονοι γόοι S.''El.''243 (lyr.); ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει Id.''Aj.''631 (lyr.); ὀξυτόνου διὰ πνεύματος Id.''Ph.''1093 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[sung to a high note]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''11; [[oxytone]], [[having the acute accent]], Hermog.''Id.''1.12, A.D.''Pron.'' 33.24, al. Adv. [[ὀξυτόνως]] ib.29.2, S.E.''M.''1.222, Eust.41.4.<br><span class="bld">III</span> Subst. [[ὀξύτονον]], τό, v. [[ὀξύγονον]]. | |Definition=ὀξύτονον,<br><span class="bld">A</span> [[sharp-sounding]], [[piercing]]. of sound, ὀξύτονοι γόοι S.''El.''243 (lyr.); ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει Id.''Aj.''631 (lyr.); ὀξυτόνου διὰ πνεύματος Id.''Ph.''1093 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[sung to a high note]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''11; [[oxytone]], [[having the acute accent]], Hermog.''Id.''1.12, A.D.''Pron.'' 33.24, al. Adv. [[ὀξυτόνως]] = [[in a sharp-sounding manner]], [[sung to a high note]], [[with the acute accent]], [[pronounced with an acute]], [[signed with the acute accent]], [[pronounced with the acute accent]] ib.29.2, S.E.''M.''1.222, Eust.41.4.<br><span class="bld">III</span> Subst. [[ὀξύτονον]], τό, v. [[ὀξύγονον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:03, 13 January 2024
English (LSJ)
ὀξύτονον,
A sharp-sounding, piercing. of sound, ὀξύτονοι γόοι S.El.243 (lyr.); ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει Id.Aj.631 (lyr.); ὀξυτόνου διὰ πνεύματος Id.Ph.1093 (lyr.).
II sung to a high note, D.H.Comp.11; oxytone, having the acute accent, Hermog.Id.1.12, A.D.Pron. 33.24, al. Adv. ὀξυτόνως = in a sharp-sounding manner, sung to a high note, with the acute accent, pronounced with an acute, signed with the acute accent, pronounced with the acute accent ib.29.2, S.E.M.1.222, Eust.41.4.
III Subst. ὀξύτονον, τό, v. ὀξύγονον.
German (Pape)
[Seite 355] 1) = ὀξυτενής, scharf angespannt; πνεῦμα, Soph. Phil. 1082; γόος, El. 236; ᾠδαί; Ai. 618. – 2) bei den Gramm. mit dem Akut auf der letzten Sylbe bezeichnet u. ausgesprochen; auch adv., ὀξυτόνως λέγει τὸν λαγών, Ath. IX, 400 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au son aigu ; aigu, perçant;
2 t. de gramm. frappé d'un accent aigu (ὀξεῖα) sur la dernière syllabe, oxyton.
Étymologie: ὀξύς, τόνος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύτονος: (ῠ)
1 пронзительный, громкий (γόοι, ὠδαί Soph.);
2 издающий пронзительный свист, воющий (πνεῦμα Soph.);
3 грам. имеющий ударение на последнем слоге.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύτονος: -ον, ὁ ὀξέως ἠχῶν, διαπεραστικός, ἐπὶ ἤχου, ὀξ. γόοι Σοφ. Ἠλ. 243· ὀξυτόνους ᾠδὰς θρηνήσει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 630· ὀξυτόνου διὰ πνεύματος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1093. ΙΙ. ὁ ἔχων ἐπὶ τῆς ληγούσης ὀξεῖαν, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11. - Ἐπίρρ. ὀξυτόνως, μετὰ ὀξέος τόνου, Εὐστ. 41. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ.
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].
Greek Monotonic
ὀξύτονος: -ον, I. αυτός που ηχεί έντονα, διαπεραστικός, λέγεται για ήχο, σε Σοφ.
II. οξύτονος, αυτός που φέρει οξύ τόνο (οξεία), δηλ. φέρει «οξεία» στην τελευταία συλλαβή της λέξης, τη λήγουσα.
Middle Liddell
ὀξύτονος, ον,
I. sharp-sounding, piercing, of sound, Soph.
II. oxytone, having the acute accent, i. e. the accent on the last syllable.