ἀσταφίς: Difference between revisions
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=astafis | |Transliteration C=astafis | ||
|Beta Code=a)stafi/s | |Beta Code=a)stafi/s | ||
|Definition=-ίδος, ἡ, sg. as collect. noun,<br><span class="bld">A</span> [[dried grapes]], [[raisins]], IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), [[Herodotus|Hdt.]]2.40, Alex.127.4, etc.: pl., <b class="b3">ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει]</b> Hermipp.63.16, cf. X.''An.''4.4.9, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''595b10; <b class="b3">ἀσταφίδος οἶνος</b> [[raisin]] | |Definition=-ίδος, ἡ, sg. as collect. noun,<br><span class="bld">A</span> [[dried grapes]], [[raisins]], IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), [[Herodotus|Hdt.]]2.40, Alex.127.4, etc.: pl., <b class="b3">ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει]</b> Hermipp.63.16, cf. X.''An.''4.4.9, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''595b10; <b class="b3">ἀσταφίδος οἶνος</b> [[raisin wine]], Pl.''Lg.''845b: [[ὀσταφίς|ὀστᾰφίς]], [[varia lectio|v.l.]] ap.Phot. as in Cratin.121 (pl.), Nicopho 21; [[σταφίς|στᾰφίς]], Hp.''Acut.''64, Theoc.27.9, etc.<br><span class="bld">II</span> = [[σταφὶς ἀγρία]], Ps.-Dsc.4.152, Gal.11.842, Plin.''HN''23.17. ([[ἀσταφίς]] is prob. by assimilation from [[ὀσταφίς]]; cf. [[ἀστακός]].) | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:26, 24 January 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, sg. as collect. noun,
A dried grapes, raisins, IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), Hdt.2.40, Alex.127.4, etc.: pl., ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει] Hermipp.63.16, cf. X.An.4.4.9, Arist.HA595b10; ἀσταφίδος οἶνος raisin wine, Pl.Lg.845b: ὀστᾰφίς, v.l. ap.Phot. as in Cratin.121 (pl.), Nicopho 21; στᾰφίς, Hp.Acut.64, Theoc.27.9, etc.
II = σταφὶς ἀγρία, Ps.-Dsc.4.152, Gal.11.842, Plin.HN23.17. (ἀσταφίς is prob. by assimilation from ὀσταφίς; cf. ἀστακός.)
Spanish (DGE)
(ἀστᾰφίς) -ίδος, ἡ
• Alolema(s): ὀσταφίς Cratin.131, Nicopho 12; σταφίς Hp.Acut.64, Morb.2.32, Nat.Mul.95, Theoc.27.10, Nic.Th.943, PCair.Zen.13.16 (III a.C.), ID 464.5 (II a.C.), LXX Nu.6.3, Dsc.4.152, AP 5.304, Moer.32, PIFAO 3.14.5 (III d.C.), Sch.D.T.336.8, Hsch.s.u. ἀσταφίς, PVatic.Aphrod.13.7 (VI d.C.)
• Morfología: [ac. sg. σταφίν PIFAO l.c.]
1 sg. colect. pasas, IG 5(1).1.13 (Tegea V a.C.), Hdt.2.40, Com.Adesp.1342, Aen.Tact.29.6, Thphr.HP 9.12.1, PCair.Zen.l.c., ID l.c., AP l.c., LXX Nu.l.c., PIFAO l.c., Moer.l.c., Hsch., PVatic.Aphrod.l.c.
•ἀσταφίδος οἶνος Pl.Lg.845b, οἶνος ἐκ τῆς ἀσταφίδος Plb.6.11a.4, οἶνος ἀπὸ ἀσταφίδος PRyl.583.74 (II a.C.)
•usadas como medicina en infusión, Hp.Acut.64, Nat.Mul.102, Dieuch.18.9
•empleada la pulpa de la pasa en uso tópico ἀ. μελαίνη Hp.Nat.Mul.51, Mul.1.42, σταφίς λευκή Hp.Morb.2.32
•como componente de fórmulas farmacológicas ἀ. λευκή Hp.Morb.3.17
•en plu. ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει τάχα Cratin.l.c., ἡ Ῥόδος παρέχει ἀσταφίδας Hermipp.63.16, cf. X.An.4.4.9, Arist.HA 595b10.
2 ἀ. ἀγρία albarraz, Delphinium staphisagria L., Hp.Nat.Mul.95, Dsc.4.152, Ps.Dsc.4.152, Gal.11.842, PYale 77.26 (II d.C.), astaphis agria siue staphis Plin.HN 23.17, Cels.3.21.7, tb. σταφὶς ἀγρότερα Nic.Th.943.
• Etimología: Etim. desc. Quizá rel. σταφυλή y vocal protética.
German (Pape)
[Seite 374] ίδος, ἡ, = σταφίς, mit euphon. α, Comic. u. a. D., z. B. Onest. 1 (V, 20), wie in Prosa, Plat. Lgg. VIII, 845 b; Xen. An. 4, 4, 9 u. Folgd.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. σταφίς.
Étymologie: ἀ- prosth., σταφίς.
Russian (Dvoretsky)
ἀστᾰφίς: ίδος ἡ изюм Her., Xen., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰφίς: -ίδος, ἡ, ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, ἀπεξηραμμέναι σταφυλαί, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ πληθ., ἡ Ρόδος ἀσταφίδας φέρει Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 16· χρήσιμος πρὸς πάχυνσιν κτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 1· ἀσταφίδος οἶνος, ὁ ἐκ σταφίδος παρεσκευασμένος, «σταφιδίτης», Πλάτ. Νόμ. 845Β· γράφεται προσέτι καὶ ὀσταφίς, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 7· ὡσαύτως καὶ σταφὶς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, θεόκρ. 27. 9, κτλ. (σταφὶς φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ῥιζικὸς τύπος· τὸ δὲ α ἢ ο προθεματικὰ φωνήεντα πρὸς εὐφωνίαν, πρβλ. ἀστακός, ἄσταχυς· ἡ σταφηλὴ φαίνετα οὖσα τῆς αὐτῆς ῥίζης).
Greek Monolingual
ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α)
1. η σταφίδα
2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.-Αττ.) είναι πιθ. ο αρχαιότερος. Το θέμα των τ. θυμίζει αυτό της λ. σταφυλή «τσαμπί», ενώ η κατάλ. συνδέεται με άλλους όρους, οι οποίοι αναφέρονται σε μέρη φυτών ή φυτικά προϊόντα, πρβλ. κεδρίς, κεφαλίς. Το α- του τ. ασταφίς ή είναι προθεματικό ή προϊόν φωνηεντικής μετάπτωσης, ο δε τ. σταφίς πιθ. < ασταφίς, με σίγηση του α-].
Greek Monotonic
ἀστᾰφίς: -ίδος, ἡ (α ευφωνικό, σταφίς), ως περιληπτικό ουσιαστικό, αποξηραμένα σταφύλα, σταφίδες, Λατ. uva passa, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: dried grapes, raisins (Hdt.); σταφὶς ἀγρία stavesacre, Delphinium Staphisagria (Hp.), s. André, Lex. s.v. pedicularia herba.
Other forms: Also ὀσταφίς (Cratin.), σταφίς (Hp.)
Derivatives: σταφίδιος and σταφιδίτης (οἶνος; Hp. resp. Orib.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like κεδρίς, κεφαλίς and other parts or products of plants. The stem recalls σταφυλή grapes. A typical substr. word, with prothesis and variation α/ο (though the form without initial vowel may be a late loss).
Middle Liddell
σταφίς, as collect. noun, dried grapes, raisins, Lat. uva passa, Hdt.
Frisk Etymology German
ἀσταφίς: -ίδος
{astaphís}
Forms: daneben ὀσταφίς (Kratin., Nikopho) und σταφίς (Hp., Theok., LXX usw.).
Grammar: f.
Meaning: getrocknete Weintraube, Rosine (Tegea, ion. att.),
Derivative: Ableitungen: ἀσταφιδῖτις (ῥῶξ; AP, vgl. Redard Les noms grec en -της 111, Schulze KZ 62, 258); σταφίδιος und σταφιδίτης (οἶνος; Hp. bzw. Orib., vgl. Redard 99); auch σταφιδευταῖος (Hp.; wie von *σταφιδευτής, *σταφιδεύω). Denominatives Verb σταφιδόω Weintrauben trocknen, Rosinen bereiten (Dsk., Gp.).
Etymology: Bildung wie κεδρίς, κεφαλίς und andere Pflanzenteile bzw. -produkte; der Stamm erinnert an σταφυλή Weintraube (s. d.); sonst unklar. Zur Frage des Anlauts (prothetischer Vokal oder Vokalwegfall?) Winter Prothet. Vokal 19 und 21 m. Lit.
Page 1,169-170