ὀλίσθησις: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "Greek: ἀνάθλασις, ἀνάπλευσις" to "Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις")
Line 27: Line 27:
{{trml
{{trml
|trtx====[[dislocation]]===
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διασπασμός]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διαναγκασμός]], [[διασπασμός]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔμβλησις]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}

Revision as of 10:31, 14 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλίσθησις Medium diacritics: ὀλίσθησις Low diacritics: ολίσθησις Capitals: ΟΛΙΣΘΗΣΙΣ
Transliteration A: olísthēsis Transliteration B: olisthēsis Transliteration C: olisthisis Beta Code: o)li/sqhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, slipping and falling, ib.611a,731f: hence, dislocation, τρόπος ὀλισθήσιος Hp.Fract.42, Art.74.

German (Pape)

[Seite 323] ἡ, das Ausgleiten und Fallen, Fehltreten, Plut. cons. ad ux. 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de glisser, chute.
Étymologie: ὀλισθάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀλίσθησις: εως ἡ досл. скольжение, перен. заблуждение (αἱ ὀλισθήσεις καὶ παραβάσεις Plut.).

Greek Monolingual

η (Α ὀλίσθησις, -εως, ιων. γεν. -ιος) ολισθάνω
αυτόματη κίνηση πάνω σε κατωφερή ή λεία επιφάνεια, γλίστρημα και πέσιμο
νεοελλ.
1. (μηχαν.) μετάθεση δύο επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή με τέτοιο τρόπο ώστε ένα σημείο επαφής της μιας να βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τα σημεία της άλλης
2. γεωλ. α) τεκτονική διεργασία κατά την οποία το μήκος τών λιθολογικών ή τεκτονικών ασυνεχειών στις τεκτονικές ενότητες μεταβάλλεται λόγω της βαρύτητας
β) πραγματική σχετική μετατόπιση δύο σημείων εκατέρωθεν μιας ρηξιγενούς επιφάνειας, τα οποία πριν από τη διάρρηξη συνέπιπταν
β) μετατόπιση μιας ακολουθίας στρωμάτων, πάνω σε πλαγιά ή ρήγμα, χωρίς να συμβεί αποχωρισμός, όπως στην κατολίσθηση
3. φυσ.-χημ. μετατόπιση ενός τμήματος κρυστάλλου κατά μήκος ενός επιπέδου του ως προς τον υπόλοιπο κρύσταλλο, μετατόπιση που γίνεται υπό την επίδραση διατμητικών δυνάμεων
4. (φωνητ.) πέρασμα από μία φωνητική ποιότητα σε μία άλλη η οποία βρίσκεται κοντά στην πρώτη
5. φρ. «ολίσθηση συχνότητας»
(ηλεκτρ.) μεταβολή της συχνότητας εκπομπής ή λήψης η οποία οφείλεται σε μεταβολή της εμπέδωσης φόρτου της ηλεκτρονικής διάταξης
αρχ.
εξάρθρωση οστού.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίσθησις: ἡ, τὸ ὀλισθαίνειν καὶ πίπτειν, «γλίστρημα», Πλούτ. 2. 611Α, 731Ε· ἐντεῦθεν, ἐξάρθρωσις ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 777 ὀλισθήσεως τρόπος περὶ Ἄρθρ. 836.

Translations