ἀποπίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[fill]] up a [[number]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[satisfy]], [[fulfil]], χρησμόν Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[satisfy]], [[appease]], θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[fill]] up a [[number]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[satisfy]], [[fulfil]], χρησμόν Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[satisfy]], [[appease]], θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[explere]]'', to [[fill up]], [[complete]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.68.1/ 7.68.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:56, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπίμπλημι Medium diacritics: ἀποπίμπλημι Low diacritics: αποπίμπλημι Capitals: ΑΠΟΠΙΜΠΛΗΜΙ
Transliteration A: apopímplēmi Transliteration B: apopimplēmi Transliteration C: apopimplimi Beta Code: a)popi/mplhmi

English (LSJ)

later ἀποπιμπλάω· poet. also ἀποπίπλημι, ἀποπιμπλάω: poet. also ἀποπίπλημι, ἀποπιπλάω:—
A fill up a number, τὰς τετρακοσίας μυριάδας Hdt.7.29.
II satisfy, fulfil, in Pass., ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμόν Id.8.96.
2 satisfy, appease, ἀ. αὐτοῦ τὸν θυμόν Id.2.129, cf. Th.7.68; ἀ. τὰς ἐπιθυμίας Pl. Grg.492a,al.
3 satisfy an inquirer, τινά Id.Cra.413b.

Spanish (DGE)

1 completar τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Hdt.7.29
cumplir, completar períodos de tiempo, Eus.HE 3.14.1
fig. colmar τὸ μέτρον τῆς ἀνοίας Gr.Thaum.Pan.Or.2.62, cf. 63.
2 satisfacer, colmar saciar τὸν ἔρωτα Gorg.B 11.5, θυμόν Hdt.2.129, Pl.Lg.717d, cf. Th.7.68, ἐπιθυμίας Pl.Grg.503c, 505a, R.554a, 579e, τὰ αὑτοῦ ἤθη Pl.R.571c, ὀργὰς καὶ βαρυθυμίας Plu.2.417d
c. ac. de pers. satisfacer, complacer βουλόμενοι ἀποπιμπλάναι με queriendo satisfacer (mi curiosidad) Pl.Cra.413b.
3 cumplir, llevar a cabo, realizar ἐπιμέλειαν Gr.Thaum.Pan.Or.5.117, cf. 3.47
pas. de un oráculo, Hdt.8.96
abs. ἀποπιμπλάς cumpliendo con su deber POxy.290.24 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 319] (s. πίμπλημι), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλήσω, etc.
remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.
Étymologie: ἀπό, πίμπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπίμπλημι:
1 пополнять: ἀ. τὰς τετρακοσίας μυριάδας Her. округлять до 4 миллионов;
2 приводить в исполнение, исполнять (χρησμόν Her.);
3 утолять (τὸ διψῶδές τινος Plut.; θυμόν Her., Plut.; τὸ θυμούμενον Thuc.);
4 удовлетворять (τὰς ἐπιθυμίας Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπίμπλημι: καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. ὡσαύτως ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, ἐπαληθεύω, ὥστε ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, καταπραΰνω, ἀποπιμπλάναι αὐτοῦ τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ ῥῆμα πληρόω 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.

Greek Monolingual

ἀποπί(μ)πλημι κ. -άω (Α)
1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω
2. επαληθεύω, εκπληρώνω
3. καταπραΰνω, κατευνάζω
4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι.

Greek Monotonic

ἀποπίμπλημι: ποιητ. -πίμπλημι, μέλ. -πλήσω,
I. συμπληρώνω έναν αριθμό, σε Ηρόδ.
II. 1. ικανοποιώ, εκπληρώνω, επαληθεύω, χρησμόν, στον ίδ.
2. ικανοποιώ, καταπραΰνω, κατευνάζω, θυμόν, ἐπιθυμίαν, στον ίδ., Πλάτ.

Middle Liddell

I. to fill up a number, Hdt.
II. to satisfy, fulfil, χρησμόν Hdt.
2. to satisfy, appease, θυμόν, ἐπιθυμίαν Hdt., Plat.

Lexicon Thucydideum

explere, to fill up, complete, 7.68.1.