ἀνθαιρέομαι: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthaireomai | |Transliteration C=anthaireomai | ||
|Beta Code=a)nqaire/omai | |Beta Code=a)nqaire/omai | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[choose]] one person or thing [[instead of]] another, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.''Cyc.''311; ἄλλους ἀ. ἀντὶ τούτων ''CIG'' 2715.11 (Stratonicea); στρατηγοὺς ἔπαυσαν.. καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, cf. X.''HG''6.2.13, Pl.''Lg.''765d; τὰν εὔδοξον ἀ. φήμαν [[prefer]], [[choose rather]], E.''Hipp.''773 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[dispute]], [[lay claim to]], οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Id.''Hec.''660. | |Definition=<span class="bld">A</span> [[choose]] one person or thing [[instead of]] another, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.''Cyc.''311; ἄλλους ἀ. ἀντὶ τούτων ''CIG'' 2715.11 (Stratonicea); στρατηγοὺς ἔπαυσαν.. καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, cf. X.''HG''6.2.13, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''765d; τὰν εὔδοξον ἀ. φήμαν [[prefer]], [[choose rather]], E.''Hipp.''773 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[dispute]], [[lay claim to]], οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Id.''Hec.''660. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
A choose one person or thing instead of another, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311; ἄλλους ἀ. ἀντὶ τούτων CIG 2715.11 (Stratonicea); στρατηγοὺς ἔπαυσαν.. καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, cf. X.HG6.2.13, Pl.Lg.765d; τὰν εὔδοξον ἀ. φήμαν prefer, choose rather, E.Hipp.773 (lyr.).
II dispute, lay claim to, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Id.Hec.660.
Spanish (DGE)
1 escoger, elegir en lugar de c. ac. de pers. ἄλλον CID 1.9c.8 (IV a.C.), GDI 2049.17 (Delfos III a.C.), στρατηγοὺς ... ἔπαυσαν ... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Th.6.103, 8.76, ἄλλους ἀνθαιρεῖσθα[ι ὡς τάχιστ] α IStratonikeia 1101.11 (II d.C.), cf. Pl.Lg.765d, X.HG 6.2.13
•en v. pas. ser elegido ἕτεροι δὲ ὕπατοι ... ἀνθαιρεθέντες D.C.Epit.8.20.8, cf. 43.46.2.
2 c. ac. de cosa o abstr. y gen. anteponer, preferir τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ E.Cyc.311, Διὸς δ' ἀνθείλετο πόντον Call.Del.248
•c. ac. solo preferir τὰν δ' εὔδοξον ... φήμαν E.Hipp.773
•disputar οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται nadie te disputará la corona E.Hec.660.
German (Pape)
[Seite 230] (s. αἱρέω), 1) etwas anstatt eines andern wählen, τί τινος, eines dem andern vorziehen, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Eur. Cycl. 310; von eigentlicher Wahl in eines andern Stelle, Plat. Legg. VII, 731 a; Xen. Hell. 6, 2, 13. – 2) τινί τι, Jemandem etwas streitig machen, στέφανον, Eur. Hec. 654.
French (Bailly abrégé)
ἀνθαιροῦμαι;
f. ἀναιρήσομαι, ao.2 ἀνθειλόμην;
1 choisir à la place ou de préférence;
2 disputer, tâcher d'enlever : τινί τι EUR qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, αἱρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθαιρέομαι: (aor. 2 ἀνθειλόμην)
1 выбирать (вместо) (τινα Thuc., τί τινος Eur., Xen., Plat.);
2 предпочитать (τι Eur.);
3 оспаривать (στέφανον Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθαιρέομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ― ἐκλέγω πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, τὸ δ’ εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Εὐρ. Κύκλ. 311· ἄλλους ἀνθ. ἀντὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 11· στρατηγοὺς ἔπαυσαν... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Θουκ. 6. 103, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 13, Πλάτ. Νομ. 765D· τὰν εὔδοξον ἀνθαιρουμένα φάμαν, προτιμῶσα, Εὐρ. Ἱππ. 773. ― «ἀνθείλαντο, προέκριναν, ἐπελάβοντο» Ἡσύχ. ΙΙ. διαφιλονεικῶ, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Εὐρ. Ἐκ. 660.
Greek Monotonic
ἀνθαιρέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. βʹ -ειλόμην· αποθ.·
I. διαλέγω ένα πρόσωπο ή πράγμα αντί άλλου, τινά (ή τί) τινος, σε Ευρ.· προτιμώ, επιλέγω, εκλέγω, προκρίνω, στον ίδ.
II. διαφωνώ, εγείρω αξίωση σε, τι, στον ίδ.
Middle Liddell
I. Dep.:— to choose one person or thing instead of another, τινά (or τί) τινος Eur.; to prefer, choose rather, Eur.
II. to dispute, lay claim to, τι Eur.