εἴκω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(13_7_2)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0728.png Seite 728]] (mit dem Digamma, vgl. [[ὑποείκω]], aor. εἴξασκε, Od. 5, 332), <b class="b2">weichen</b>: – a) sich zurückziehen, Hom., auch [[ὀπίσσω]] εἴκειν, zurückweichen, Il. 5, 606; τινί τινος, vor Jemandem in Etwas, z. B. Ἀργείοις χάρμης 4, 509; 14, 101; εἶκε πολέμου καὶ δηϊότητος 5, 348; προθύρου, von der Thür, Od. 18, 10; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171; auch τινί c. inf., Od. 5, 332; ohne casus, 2, 14, Platz machen, als Zeichen der Ehrerbietung. So [[εἴκω]] σοι τῆς ὁδοῦ Her. 2, 80; γέρουσιν ἕδρης Phocyl.; ἕδρας καὶ κλισίας ἕπιόντι Plut. am. et ad. discr. 22; εἶκε θυμοῦ, laß ab von deinem Zorn, Soph. Ant. 714. – b) nachstehen, geringer sein, τινί τι, Einem worin, Il. 22, 459 Od. 11, 515, τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων; auch εἴκειν πόδεσσι, an Schnellfüßigkeit nachstehen, 14, 221. – Her. u. Thuc. oft τοῖς πολεμίοις u. ä.; ἀνάγκῃ Aesch. Ag. 1041; κακοῖς Prom. 320, wie Soph. Ant. 468; συμφοραῖς Thuc. 1, 84. 2, 64; θεοῖς Ai. 652; κάκῃ, unterliegen, Plat. Menex. 246 b; θυμῷ Il. 9, 593, der Neigung des Gemüthes folgen, wie ὕβρει, ἀφραδίαις u. ä., 10, 122 Od. 14, 262. 18, 139, sich davon fortreißen lassen; πενίῃ, sich durch Armuth verleiten lassen, 14, 157; ὀργῇ Thuc. 1, 38; τῇ ἡλικίῃ Her. 7, 18; εἶξαι ἵππῳ τὰ [[ἡνία]] ταῖς χερσίν, einem Pferde die Zügel nachlassen, schießen lassen, Iliad. 23, 337, Aristarch erklärte χαλάσαι, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 147; ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ, gestattet, Soph. Phil. 465; οὐκ ὀρθῶς τοῦτο εἴξαντος τοῦ νομοθέτου Plat. Legg. VI, 781 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0728.png Seite 728]] (mit dem Digamma, vgl. [[ὑποείκω]], aor. εἴξασκε, Od. 5, 332), <b class="b2">weichen</b>: – a) sich zurückziehen, Hom., auch [[ὀπίσσω]] εἴκειν, zurückweichen, Il. 5, 606; τινί τινος, vor Jemandem in Etwas, z. B. Ἀργείοις χάρμης 4, 509; 14, 101; εἶκε πολέμου καὶ δηϊότητος 5, 348; προθύρου, von der Thür, Od. 18, 10; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171; auch τινί c. inf., Od. 5, 332; ohne casus, 2, 14, Platz machen, als Zeichen der Ehrerbietung. So [[εἴκω]] σοι τῆς ὁδοῦ Her. 2, 80; γέρουσιν ἕδρης Phocyl.; ἕδρας καὶ κλισίας ἕπιόντι Plut. am. et ad. discr. 22; εἶκε θυμοῦ, laß ab von deinem Zorn, Soph. Ant. 714. – b) nachstehen, geringer sein, τινί τι, Einem worin, Il. 22, 459 Od. 11, 515, τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων; auch εἴκειν πόδεσσι, an Schnellfüßigkeit nachstehen, 14, 221. – Her. u. Thuc. oft τοῖς πολεμίοις u. ä.; ἀνάγκῃ Aesch. Ag. 1041; κακοῖς Prom. 320, wie Soph. Ant. 468; συμφοραῖς Thuc. 1, 84. 2, 64; θεοῖς Ai. 652; κάκῃ, unterliegen, Plat. Menex. 246 b; θυμῷ Il. 9, 593, der Neigung des Gemüthes folgen, wie ὕβρει, ἀφραδίαις u. ä., 10, 122 Od. 14, 262. 18, 139, sich davon fortreißen lassen; πενίῃ, sich durch Armuth verleiten lassen, 14, 157; ὀργῇ Thuc. 1, 38; τῇ ἡλικίῃ Her. 7, 18; εἶξαι ἵππῳ τὰ [[ἡνία]] ταῖς χερσίν, einem Pferde die Zügel nachlassen, schießen lassen, Iliad. 23, 337, Aristarch erklärte χαλάσαι, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 147; ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ, gestattet, Soph. Phil. 465; οὐκ ὀρθῶς τοῦτο εἴξαντος τοῦ νομοθέτου Plat. Legg. VI, 781 a.
}}
{{ls
|lstext='''εἴκω''': Ἰλ., Ἀττ.: παρατ. εἶκον Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. εἴξω Θουκ., κτλ.: ἀόρ. α΄ εἶξα Ἰλ., Ἀττ., ποιητ. ἔειξα ἢ ἔϝειξα Ἀλκμὰν 40, Ἰων. εἴξασκε Ὀδ.· πρβλ. [[εἰκαθεῖν]]. (Πρὸς τὴν √ ϝΙΚ πρβλ. Σανσκρ. vik, vinak-mi ([[χωρίζω]]), καὶ [[ἴσως]] Λατ. vi-to (ὅ ἐ. vic-ito)· Ἀγγλο Σαξον. wîc-an, Γερμ. weich-en, Ἀγγλ. weak.) Ὑπείκω, ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, [[ὀπίσσω]] εἴκετε Ἰλ. Ε. 606, κτλ. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. καὶ γεν. τόπου, μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, «[[μηδὲ]] ὑποχωρεῖτε μάχης τοῖς Ἕλλησιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 509· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, ἀποσύρεσθαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρό τινος, Λατ. concedere alicui de via, οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Ἡρόδ. 2. 80· [[ἄνευ]] τῆς δοτ., εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, ἀποσύρισθαι ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τῆς μάχης, Ἰλ. Ε. 348· εἶκε, γέρον, προθύρου, ἀποσύρθητι ἀπὸ τῶν προθύρων, Ὀδ. Σ. 10. 3) [[μετὰ]] δοτ. προσώπου μόνον, ἐνδίδω, [[ὑπείκω]], ὑποχωρῶ, [[εἴτε]] ἐν μάχῃ, Ἰλ. Μ. 48, κτλ.· [[εἴτε]] πρὸς ἔνδειξιν [[τιμῆς]], Ἰλ. Ω. 100, Ὀδ. Β. 14 - ἀκολούθως, παραδίδομαι, ἐνδίδω, εἰς οἱονδήποτε [[πάθος]] ἢ ψυχικὴν ὁρμήν, ᾧ θυμὸς εἴξας Ἰλ. Ι. 598· ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι Κ. 122· αἰδοῖ Ὀδ. Ξ. 262· βίῃ καὶ κάρτει εἴκων, «νικώμενος ὑπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] βίας καὶ ἰσχύος, [[ὥστε]] διὰ τοῦτο ἐξυβρίζων» (Σχόλ.), Ν. 143· ὀργῇ δ’ εἶξα [[μᾶλλον]] ἢ μ’ ἐχρῆν Εὐρ. Ἑλ. 80· τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Ἡρόδ. 7. 18· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ περιστάσεων, πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· κακοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 320· ἀνάγκῃ ὁ αὐτ. Ἀγ. 1071· ταῖς ξυμφοραῖς Θουκ. 1. 84· ζημίαις, εἰς τὴν βίαν τῆς τιμωρίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· - Ἐν Σοφ. Ἀντ. 718, [[ἴσως]] ὁ [[στίχος]] ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ (κατὰ τὸν Gaisf.) [[οὕτως]]: ἀλλ’ εἶκε, θυμῷ καὶ μετάστασιν δίδου, [[διότι]] ἂν συνάψωμεν τὸ εἶκε τῷ θυμῷ, εἶκε θυμῷ, ἡ [[ἔννοια]] θὰ [[εἶναι]] ἐναντία τῆς ἀπαιτουμένης ἐν τῷ χωρίῳ· ἀλλ’ ὁ Jebb κατὰ τὰ πλεῖστα χειρόγρ. ἔχει: ἀλλ’ εἶκε θυμοῦ.., ἴδε σημ. Jebb καὶ [[παράρτημα]] ἐν σελίδι 254. 4) εἴκειν τινί τι, ὑποχωρείν εἴς τινα, ἔν τινι, [[ἔνθα]] ἡ αἰτ. κεῖται ὡς προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, τὸ ὃν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων, οὐδενὸς [[κατώτερος]] κατὰ..., Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515· [[ὡσαύτως]], εἴκειν τινί τινι, ὡς ἕλεσκον ἀνδρῶν..., ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν, πάντα [[ὅστις]] ἦτο ὑποδεέστερος ἐμοῦ κατὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδῶν, Ξ. 221: - οὕτω, [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., εἴκοντας ἃ δεῖ, ὑπείκοντας εἰς ὅσα πρέπει, Σοφ. Ο. Κ. 172, πρβλ. Αἴ. Ι243 ΙΙ. μεταβ., [[παραδίδω]], ἀφίνω, εἶξαί τέ οἱ [[ἡνία]], «ἐπιδοῦναι, χαλᾶσαι. εἶξαι, ἀντὶ τοῦ εἶξον» (Σχόλ.). «χάλασον δὲ αὐτῷ τὰς ἡνίας ταῖς χερσὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 337· [[ἄλλοτε]] δ’ αὖτ’ [[Εὖρος]] Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν, [[ἄλλοτε]] δὲ [[πάλιν]] ὁ [[Εὖρος]] παρέδιδεν αὐτὸ (τὸ [[πλοῖον]]) εἰς τὸν Ζέφ. διὰ νὰ τὸ διώκῃ, Ὀδ. Ε. 332. 2) παραχωρῶ, [[ἐπιτρέπω]], Λατ. concedere, ὡς ὁπηνίκ’ ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ Σοφ. Φ. 465. ΙΙΙ. ἀπροσώπως ὡς τὸ παρείκει, ἐπιτρέπεται ἢ [[εἶναι]] δυνατόν, ὅπῃ εἴξειε [[μάλιστα]], «[[ὅπου]] [[μάλιστα]] ἐνδοίη καὶ τρωθείη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 321· μετ’ ἀπαρ., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, «ἐνεχώρει, [[ὥστε]] ἐνεδρεῦσαι» (Σχόλ.), Σ. 520.<br />[[ὁμοιάζω]], ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔοικα]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴκω Medium diacritics: εἴκω Low diacritics: είκω Capitals: ΕΙΚΩ
Transliteration A: eíkō Transliteration B: eikō Transliteration C: eiko Beta Code: ei)/kw

English (LSJ)

   A to be like, seem likely, v. ἔοικα.εἴκωεἴκω, Il. 12.48, etc.: impf.

   A εἶκον 16.305 (ὑπό-), Hdt.8.3: fut. εἴξω Th. 1.141, etc.: aor. 1 εἶξα Il. 24.718, etc., poet. ἔειξα or ἔϝειξα Alcm. 31, Ion. εἴξασκε Od.5.332: pf. part. ἐεικώς Chron.Lind. D.96:—give way, retire, ὀπίσσω εἴκετε Il.5.606; ὅππῃ τ' ἰθύσῃ τῇ τ' εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν 12.48: c. dat., make way for, οὐρεῦσι 24.716; yield to pressure, Gal. 18(1).97.    2 c. dat. pers. et gen. loci, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις shrink not from the fight for them, 4.509; εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt. 2.80; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171: c. gen. only, εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος withdraw from war and strife, Il.5.348; εἶκε, γέρον, προθύρου retire from the door, Od.18.10, cf. Jul.Or.2.67b.    3 give way, as a mark of honour, Il.24.100, Od.2.14; τῇ πατρίδι Jul.Or.8.246a.    4 give way to any passion or impulse, ᾧ θυμῷ εἴξας Il.9.598; ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι 10.122; ὕβρει Od.14.262; βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκειν give full play to one's might and strength, 13.143; ὀργῇ δ' εἶξα μᾶλλον ἤ μ' ἐχρῆν E.Hel.80; τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Hdt.7.18; of circumstances, πενίῃ εἴκων Od.14.157; κακοῖς A.Pr.322; ἀνάγκῃ Id.Ag.1071; ξυμφοραῖς Th.1.84; ζημίαις to the force of punishment, X.Cyr.1.6.21:—in S.Ant.718 θυμοῦ shd. prob. be read for θυμῷ.    5 εἴκειν τινί τι yield to another in a thing, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων inferior to none in... Il. 22.459, Od.11.515: c. acc. cogn., εἴκοντας ἃ δεῖ yielding in... S.OC 172 (lyr.), cf. Aj.1243: also c. dupl. dat., ἕλεσκον ἀνδρῶν . . ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι whoever was inferior to me in swiftness of foot, Od. 14.221.    6 c. gen., retire from, ἰερατείας Chron.Lind.l.c.    II trans., yield up, give up, εἶξαί τέ οἱ ἡνία give [the horse] the rein, Il.23.337; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν gave up [the ship] to Zephyrus to chase, Od.5.332.    2 grant, allow, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ S.Ph.465.    III impers., it is allowable or possible, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα Il.22.321: c. inf., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι 18.520; φώναισ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.2.8; φερόμενοι πρὸς τὸ εἶκον attacking on the line of least resistance, Plu.Fab.16.

German (Pape)

[Seite 728] (mit dem Digamma, vgl. ὑποείκω, aor. εἴξασκε, Od. 5, 332), weichen: – a) sich zurückziehen, Hom., auch ὀπίσσω εἴκειν, zurückweichen, Il. 5, 606; τινί τινος, vor Jemandem in Etwas, z. B. Ἀργείοις χάρμης 4, 509; 14, 101; εἶκε πολέμου καὶ δηϊότητος 5, 348; προθύρου, von der Thür, Od. 18, 10; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171; auch τινί c. inf., Od. 5, 332; ohne casus, 2, 14, Platz machen, als Zeichen der Ehrerbietung. So εἴκω σοι τῆς ὁδοῦ Her. 2, 80; γέρουσιν ἕδρης Phocyl.; ἕδρας καὶ κλισίας ἕπιόντι Plut. am. et ad. discr. 22; εἶκε θυμοῦ, laß ab von deinem Zorn, Soph. Ant. 714. – b) nachstehen, geringer sein, τινί τι, Einem worin, Il. 22, 459 Od. 11, 515, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων; auch εἴκειν πόδεσσι, an Schnellfüßigkeit nachstehen, 14, 221. – Her. u. Thuc. oft τοῖς πολεμίοις u. ä.; ἀνάγκῃ Aesch. Ag. 1041; κακοῖς Prom. 320, wie Soph. Ant. 468; συμφοραῖς Thuc. 1, 84. 2, 64; θεοῖς Ai. 652; κάκῃ, unterliegen, Plat. Menex. 246 b; θυμῷ Il. 9, 593, der Neigung des Gemüthes folgen, wie ὕβρει, ἀφραδίαις u. ä., 10, 122 Od. 14, 262. 18, 139, sich davon fortreißen lassen; πενίῃ, sich durch Armuth verleiten lassen, 14, 157; ὀργῇ Thuc. 1, 38; τῇ ἡλικίῃ Her. 7, 18; εἶξαι ἵππῳ τὰ ἡνία ταῖς χερσίν, einem Pferde die Zügel nachlassen, schießen lassen, Iliad. 23, 337, Aristarch erklärte χαλάσαι, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 147; ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ, gestattet, Soph. Phil. 465; οὐκ ὀρθῶς τοῦτο εἴξαντος τοῦ νομοθέτου Plat. Legg. VI, 781 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἴκω: Ἰλ., Ἀττ.: παρατ. εἶκον Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. εἴξω Θουκ., κτλ.: ἀόρ. α΄ εἶξα Ἰλ., Ἀττ., ποιητ. ἔειξα ἢ ἔϝειξα Ἀλκμὰν 40, Ἰων. εἴξασκε Ὀδ.· πρβλ. εἰκαθεῖν. (Πρὸς τὴν √ ϝΙΚ πρβλ. Σανσκρ. vik, vinak-mi (χωρίζω), καὶ ἴσως Λατ. vi-to (ὅ ἐ. vic-ito)· Ἀγγλο Σαξον. wîc-an, Γερμ. weich-en, Ἀγγλ. weak.) Ὑπείκω, ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὀπίσσω εἴκετε Ἰλ. Ε. 606, κτλ. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ γεν. τόπου, μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, «μηδὲ ὑποχωρεῖτε μάχης τοῖς Ἕλλησιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 509· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, ἀποσύρεσθαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρό τινος, Λατ. concedere alicui de via, οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Ἡρόδ. 2. 80· ἄνευ τῆς δοτ., εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, ἀποσύρισθαι ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τῆς μάχης, Ἰλ. Ε. 348· εἶκε, γέρον, προθύρου, ἀποσύρθητι ἀπὸ τῶν προθύρων, Ὀδ. Σ. 10. 3) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, ἐνδίδω, ὑπείκω, ὑποχωρῶ, εἴτε ἐν μάχῃ, Ἰλ. Μ. 48, κτλ.· εἴτε πρὸς ἔνδειξιν τιμῆς, Ἰλ. Ω. 100, Ὀδ. Β. 14 - ἀκολούθως, παραδίδομαι, ἐνδίδω, εἰς οἱονδήποτε πάθος ἢ ψυχικὴν ὁρμήν, ᾧ θυμὸς εἴξας Ἰλ. Ι. 598· ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι Κ. 122· αἰδοῖ Ὀδ. Ξ. 262· βίῃ καὶ κάρτει εἴκων, «νικώμενος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ βίας καὶ ἰσχύος, ὥστε διὰ τοῦτο ἐξυβρίζων» (Σχόλ.), Ν. 143· ὀργῇ δ’ εἶξα μᾶλλον ἢ μ’ ἐχρῆν Εὐρ. Ἑλ. 80· τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Ἡρόδ. 7. 18· - ὡσαύτως ἐπὶ περιστάσεων, πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· κακοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 320· ἀνάγκῃ ὁ αὐτ. Ἀγ. 1071· ταῖς ξυμφοραῖς Θουκ. 1. 84· ζημίαις, εἰς τὴν βίαν τῆς τιμωρίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· - Ἐν Σοφ. Ἀντ. 718, ἴσωςστίχος ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ (κατὰ τὸν Gaisf.) οὕτως: ἀλλ’ εἶκε, θυμῷ καὶ μετάστασιν δίδου, διότι ἂν συνάψωμεν τὸ εἶκε τῷ θυμῷ, εἶκε θυμῷ, ἡ ἔννοια θὰ εἶναι ἐναντία τῆς ἀπαιτουμένης ἐν τῷ χωρίῳ· ἀλλ’ ὁ Jebb κατὰ τὰ πλεῖστα χειρόγρ. ἔχει: ἀλλ’ εἶκε θυμοῦ.., ἴδε σημ. Jebb καὶ παράρτημα ἐν σελίδι 254. 4) εἴκειν τινί τι, ὑποχωρείν εἴς τινα, ἔν τινι, ἔνθα ἡ αἰτ. κεῖται ὡς προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων, οὐδενὸς κατώτερος κατὰ..., Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515· ὡσαύτως, εἴκειν τινί τινι, ὡς ἕλεσκον ἀνδρῶν..., ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν, πάντα ὅστις ἦτο ὑποδεέστερος ἐμοῦ κατὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδῶν, Ξ. 221: - οὕτω, μετὰ συστοίχου αἰτ., εἴκοντας ἃ δεῖ, ὑπείκοντας εἰς ὅσα πρέπει, Σοφ. Ο. Κ. 172, πρβλ. Αἴ. Ι243 ΙΙ. μεταβ., παραδίδω, ἀφίνω, εἶξαί τέ οἱ ἡνία, «ἐπιδοῦναι, χαλᾶσαι. εἶξαι, ἀντὶ τοῦ εἶξον» (Σχόλ.). «χάλασον δὲ αὐτῷ τὰς ἡνίας ταῖς χερσὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 337· ἄλλοτε δ’ αὖτ’ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν, ἄλλοτε δὲ πάλινΕὖρος παρέδιδεν αὐτὸ (τὸ πλοῖον) εἰς τὸν Ζέφ. διὰ νὰ τὸ διώκῃ, Ὀδ. Ε. 332. 2) παραχωρῶ, ἐπιτρέπω, Λατ. concedere, ὡς ὁπηνίκ’ ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ Σοφ. Φ. 465. ΙΙΙ. ἀπροσώπως ὡς τὸ παρείκει, ἐπιτρέπεται ἢ εἶναι δυνατόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα, «ὅπου μάλιστα ἐνδοίη καὶ τρωθείη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 321· μετ’ ἀπαρ., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, «ἐνεχώρει, ὥστε ἐνεδρεῦσαι» (Σχόλ.), Σ. 520.
ὁμοιάζω, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔοικα.