κυβιστητήρ: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυβιστητήρ -κυβιστητῆρος, ὁ [κυβιστάω] [[acrobaat]]. [[duiker]].
|elnltext=κυβιστητήρ, κυβιστητῆρος, ὁ [[κυβιστάω]] [[acrobaat]]. [[duiker]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:39, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβιστητήρ Medium diacritics: κυβιστητήρ Low diacritics: κυβιστητήρ Capitals: ΚΥΒΙΣΤΗΤΗΡ
Transliteration A: kybistētḗr Transliteration B: kybistētēr Transliteration C: kyvistitir Beta Code: kubisthth/r

English (LSJ)

κυβιστητῆρος, ὁ,
A tumbler, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους Il. 18.605, Od.4.18.
2 diver, Il.16.750.
3 one who pitches headlong, E.Ph.1151.
II later as adjective, tumbling, κυδοιμός Tryph. 192.

German (Pape)

[Seite 1523] κυβιστητῆρος, ὁ, Einer, der sich auf den Kopf stellt od. stürzt, Gaukler, Springer, Tänzer, der ein Rad schlägt, sich kopfüber zwischen Schwerter stürzt u. dgl.; Il. 16, 750; δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους 18, 605; vgl. Eur. Phoen. 1158; öfter in VLL., die auch die Formen κυβιστήρ u. κυβιστής haben u. es auch ἀρνευτήρ, κολυμβητής, der »Taucher« erkl. – Sp. auch adj., sich überschlagend, Wern. Tryphiod. 192.

French (Bailly abrégé)

κυβιστητῆρος (ὁ) :
qui fait la culbute, càd :
1 faiseur de tours;
2 sauteur, plongeur.
Étymologie: κυβιστάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβιστητήρ, κυβιστητῆρος, ὁ κυβιστάω acrobaat. duiker.

Russian (Dvoretsky)

κῠβιστητήρ: κυβιστητῆρος ὁ
1 плясун-акробат Hom.;
2 пловец, водолаз Hom.;
3 бросающийся вниз головой (ἐς οὖδας πρὸ τειχέων Eur.).

English (Autenrieth)

κυβιστητῆρος: tumbler; diver, Il. 16.750.

Greek Monolingual

κυβιστητήρ, κυβιστητῆρος, ὁ (Α) κυβιστώ
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», Ομ. Ιλ.)
2. δύτης
3. αυτός που πέφτει με το κεφάλι («ἡμῶν τ' ἐς οὖδας εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», Ευρ.)
4. ως επίθ. αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», Νόνν.).

Greek Monotonic

κῠβιστητήρ: κυβιστητῆρος, ὁ,
1. ακροβάτης, σε Όμηρ.
2. καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.
3. αυτός που τινάζεται με το κεφάλι μπροστά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβιστητήρ: κυβιστητῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. κυβιστάω. 2) κολυμβητής, δύτης, Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192.

Middle Liddell

κῠβιστητήρ, κυβιστητῆρος,
1. a tumbler, Hom.
2. a diver, Il. 3. one who pitches headlong, Eur.

Translations

acrobat

Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان‎; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata, equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員, 杂技演员, 馬戲演員, 马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: ἀκροβάτης, πεταυριστής, πετευριστής, πετευριστήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστής, ὀρχηστήρ, ἀρνευτήρ; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: לולין‎; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: acrobata; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: petaurista, petauristes, funambulus, funiambulus; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: بندباز‎; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акроба́т, акроба́тка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата; Roman: akrobata; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: acróbata, saltimbanqui, equilibrista; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz