ἀντιλαβή: Difference between revisions
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
(CSV import) Tag: Reverted |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[something to hold by]], [[thing to hold by]] | |woodrun=[[something to hold by]], [[thing to hold by]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[prehensio]]'', [[seizure]], [[capture]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.65.2/ 7.65.2]. | |||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[prehensio]]'', [[seizure]], [[capture]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.65.2/ 7.65.2]. | |lthtxt=''[[prehensio]]'', [[seizure]], [[capture]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.65.2/ 7.65.2]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:31, 16 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A thing to hold by, handle, ὅπως ἂν.. μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χείρ Th.7.65; of a shield, οὔτε πόρπακας οὔτ' ἀντιλαβὰς ἔχει Str.3.3.6.
2 grip, of a dog, Ael.NA8.1.
3 metaph., πολλὰς.. ἔχει ὑποψίας καὶ ἀντιλαβάς gives many handles against one, points of attack, Pl.Phd. 84c; so ἀ. διδόναι D.H. Rh.8.15; παρέχεσθαι Luc. Tim.20.
4 Gramm., in dramatic dialogue, division of a line between two speakers, Hsch.
5 apprehension. Dam. Pr.6.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I 1acción de coger, presa ὅπως ... μὴ ἔχοι ἀντιλαβήν para que no hiciera presa Th.7.65, en la lucha entre animales, Ael.NA 8.1.
2 acción de aprehender Dam.Pr.6.
II 1asa o anilla para embrazar el escudo, Str.3.3.6.
2 fig. punto donde puede ser cogido, punto débil o vulnerable de una persona ἔχει ... ὑποψίας καὶ ἀντιλαβάς Pl.Phd.84c, ἀ. διδόναι ofrecer un punto vulnerable D.H.Rh.8.15, ἀ. παρέχεσθαι Luc.Tim.29.
III partición de un verso entre dos personajes en una obra dramática, Hsch.
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, Griff zum Festhalten, ὅπως ἀπολισθάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶρ ἐπιβαλλομένη Thuc. 7, 65; übertr., Blöße, die man dem Tadel giebt, ὑποψίας καὶ ἀντιλαβὰς ἔχει Plat. Phaed. 84 c; vgl. Ael. H. A. 8, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 ce qui sert à prendre, à saisir (anse, poignée, notamment du bouclier hoplitique);
2 prise que l'on a sur qch;
3 fig. prise que l'on donne sur soi, motif de reproche.
Étymologie: ἀντί, λαβή.
Par. πόρπαξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλᾰβή: ἡ
1 скоба, ручка: ἀντιλαβὴν ἔχειν Thuc. иметь возможность ухватиться;
2 перен. уязвимое место, слабый пункт (πολλὰς ἀντιλαβὰς ἔχειν Plat.; οὐδεμίαν ἀντιλαβὴν παρέχεσθαι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλαβή: ἡ, (ἀντιλαμβάνω) μέρος ἐκ τοῦ ὁποίου δύναταί τις νὰ συλλάβῃ τι, λαβή, Λατ. ansa, ὅπως ἂν ἀπολισθάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶς ἐπιβαλλομένη Θουκ. 7. 65· ἐπὶ ἀσπίδος, οὔτε πόρπακας οὔτ’ ἀντιλαβὰς ἔχει Στράβ. 154. 2) μεταφ., πολλὰς... ἔχει ὑποψίας καὶ ἀντιλαβάς, ἔχει πολλὰς λαβάς, Πλάτ. Φαίδων 84C· οὕτως ἀντ. διδόναι Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 8. 15· παρέχεσθαι Λουκ. Τίμ. 29· πρβλ. λαβή.
Greek Monolingual
η (Α ἀντιλαβή)
σύντομη φράση σε διάλογο αττικού δράματος που καταλαμβάνει ένα ημιστίχιο
αρχ.
1. η λαβή, το μέρος ενός πράγματος απ' όπου μπορεί να το πιάσει κάποιος
2. αφορμή για δυσμενή σχόλια.
Greek Monotonic
ἀντιλᾰβή: ἡ (ἀντιλαμβάνω), κάτι για να κρατηθεί κάποιος, χερούλι, λαβή, Λατ. ansa, σε Θουκ.· μεταφ., πολλὰς... ἔχει ἀντιλαβάς, έχει πολλές λαβές εναντίον κάποιου, σημεία κατηγορίας, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀντιλαμβάνω
a thing to hold by, a handle, Lat. ansa, Thuc.:—metaph., πολλὰς . . ἔχει ἀντιλαβάς gives many handles against one, points of attack, Plat.
English (Woodhouse)
something to hold by, thing to hold by
Lexicon Thucydideum
prehensio, seizure, capture, 7.65.2.