ὀλισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(13_7_1)
 
(28)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] od. [[ὀλισθάνω]], welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισθήσω, aor. ὤλισθον, selten u. erst bei Sp. [[ὠλίσθησα]], vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσθηκα; – <b class="b2">ausgleiten</b>, auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνθ' [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισθε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so [[νηός]], Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισθοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισθάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισθάνει [[μάλιστα]] ἐν τῷ [[λάβδα]] ἡ [[γλῶττα]], Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισθεῖν ἐπ' [[ἰσχίον]], Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισθεύω und ὀλισθέω, als praes., = [[ὀλισθαίνω]], sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete [[ὄλισθος]] führt wahrscheinlich auf den Stamm [[λεῖος]], [[λίσπος]] zurück.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] od. [[ὀλισθάνω]], welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισθήσω, aor. ὤλισθον, selten u. erst bei Sp. [[ὠλίσθησα]], vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσθηκα; – <b class="b2">ausgleiten</b>, auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνθ' [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισθε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so [[νηός]], Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισθοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισθάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισθάνει [[μάλιστα]] ἐν τῷ [[λάβδα]] ἡ [[γλῶττα]], Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισθεῖν ἐπ' [[ἰσχίον]], Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισθεύω und ὀλισθέω, als praes., = [[ὀλισθαίνω]], sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete [[ὄλισθος]] führt wahrscheinlich auf den Stamm [[λεῖος]], [[λίσπος]] zurück.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὀλισθάνω]] και [[ὀλισθαίνω]])<br /><b>1.</b> μετακινούμαι ακούσια σε [[κατωφέρεια]] ή σε [[λεία]] [[επιφάνεια]], κυλίομαι, [[γλιστρώ]] («ἔνθ' [[Αἴας]] μὲν ὄλισθε θέων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πέφτω]] σε ηθικό [[παράπτωμα]] ή σε [[σφάλμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παρασύρομαι σε χαμηλότερο [[σημείο]] ή [[καταπίπτω]] («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[οστό]]) εξαρθρώνομαι<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[εξαρθρώνω]], [[στραμπουλώ]] («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπίπτω]] σε μία [[κατάσταση]] («νοῡσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> έχω την [[ικανότητα]] να ρέω με [[ευκολία]] («ὅτι δὲ ὀλισθάνει [[μάλιστα]] ἐν τῷ [[λάβδα]] ἡ [[γλῶττα]] κατιδών», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να γλιστρήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[ὀλισθάνω]] έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ὤλισθον</i>, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (<b>πρβλ.</b> <i>ἥμαρτον</i>&GT; [[ἁμαρτάνω]]), με [[παρέκταση]] -<i>σθ</i>- (<span style="color: red;"><</span> -<i>d</i><sup>h</sup><i>d</i><sup>h</sup>-) και με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>αν</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>αΐω</i> (Ι)— [[αίσθομαι]] —[[αισθάνομαι]]). Ο ενεστ. τ. [[ὀλισθαίνω]] [[είναι]] [[μεταγενέστερος]]. Το ρ. [[ὀλισθάνω]], το αρκτικό <i>ὀ</i>- του οποίου [[είναι]] πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>slei</i>-<i>dh</i>- «[[ολισθηρός]], [[γλιστρώ]]»: αγγλοσαξ. <i>sl</i><i>ī</i><i>dan</i>, αγγλ. <i>slide</i>, μσν. άνω γερμ. <i>sl</i><i>ī</i><i>ten</i>, <i>λιθουαν</i>. <i>slysti</i>, αρχ. σλαβ. <i>sl</i><i>ě</i><i>dŭ</i> «[[ίχνος]]». Πιθανή [[επίσης]] θεωρείται και η [[σύνδεση]] του ρήματος με αρχ. ινδ. <i>sredhati</i> «[[σκοντάφτω]], [[παραπατώ]]». Το θ., [[τέλος]], του [[ὀλισθάνω]], συνδέεται με το θ. <i>ὀλι</i>-<i>β</i>- του [[ὀλιβρός]]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 323] od. ὀλισθάνω, welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισθήσω, aor. ὤλισθον, selten u. erst bei Sp. ὠλίσθησα, vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσθηκα; – ausgleiten, auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισθε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so νηός, Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισθοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισθάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδαγλῶττα, Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισθεῖν ἐπ' ἰσχίον, Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισθεύω und ὀλισθέω, als praes., = ὀλισθαίνω, sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete ὄλισθος führt wahrscheinlich auf den Stamm λεῖος, λίσπος zurück.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω)
1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα
αρχ.
1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος», Αριστοτ.)
2. (για οστό) εξαρθρώνομαι
3. (μτβ.) εξαρθρώνω, στραμπουλώ («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)
4. μτφ. περιπίπτω σε μία κατάσταση («νοῡσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», Ανθ. Παλ.)
5. έχω την ικανότητα να ρέω με ευκολία («ὅτι δὲ ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδαγλῶττα κατιδών», Πλάτ.)
6. κάνω κάτι να γλιστρήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. ὀλισθάνω έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. ὤλισθον, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (πρβλ. ἥμαρτον> ἁμαρτάνω), με παρέκταση -σθ- (< -dhdh-) και με ενεστ. επίθημα -αν- (πρβλ. αΐω (Ι)— αίσθομαιαισθάνομαι). Ο ενεστ. τ. ὀλισθαίνω είναι μεταγενέστερος. Το ρ. ὀλισθάνω, το αρκτικό - του οποίου είναι πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα slei-dh- «ολισθηρός, γλιστρώ»: αγγλοσαξ. slīdan, αγγλ. slide, μσν. άνω γερμ. slīten, λιθουαν. slysti, αρχ. σλαβ. slě «ίχνος». Πιθανή επίσης θεωρείται και η σύνδεση του ρήματος με αρχ. ινδ. sredhati «σκοντάφτω, παραπατώ». Το θ., τέλος, του ὀλισθάνω, συνδέεται με το θ. ὀλι-β- του ὀλιβρός].