ὑπάγω: Difference between revisions
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπάγω''': μέλλ. ὑπάξω˙ ἀόρ. ὑπήγαγον˙ Α. μεταβ., ἄγω, ὁδηγῶ ὑπό τι, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους, ἦγεν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοὺς ταχεῖς ἵππους, Ἰλ. Π. 148, Ψ. 261˙ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὑπάγειν ἡμιόνους Ὀδ. Ζ. 73. - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 353, ἕξεται ἢ ἔξεται ἢ ἄξεται, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀέξω]], ἴδε καὶ Jebb ἐν τόπῳ [[ὅστις]] ἐξέδωκεν ὀχμάζεται. 2) [[φέρω]] ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμὰς Ἡρόδ. 8. 106˙ ὑπ. τινὰς εἰς δουλείαν Λουκ. Ἀπολ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. - Μέσ., [[φέρω]] τινὰ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], [[καταβάλλω]], πόλιν Θουκ. 7. 46˙ τοὺς Θρᾷκας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 1, κλπ. ΙΙ. [[ἐνάγω]] τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] (ὅτε ἡ ὑπὸ παριστάνει τὸν δικαζόμενον ὡς ἱστάμενον κατωτέρω τοῦ δικαστοῦ ἢ κύπτοντα πρὸ [[αὐτοῦ]]), [[ὑπάγω]] τινὰ ὑπὸ [[δικαστήριον]], [[ἐνάγω]] εἰς δίκην, [[καταγγέλλω]], κατηγορῶ, Ἡρόδ. 9. 93, πρβλ. 6. 72˙ ὑπ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ὁ αὐτ. 6. 82˙ εἰς ἡμᾶς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 28˙ οὕτω, ὑπ. τινὰ εἰς δίκην Θουκ. 3. 70 καὶ [[ἁπλῶς]], ὑπ. τινὰ Λυσί. 105. 4, Ξεν., κλπ.˙ ὑπ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 33˙ ὑπ. τινὰ θανάτου, ἐγκαλῶ τινα δι’ [[ἔγκλημα]], οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], αὐτοθι 2, 3, 12., 4. 4. 24˙ [[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον, ἐγκαλῶ ἐνώπιον τοῦ δήμου ἐπὶ ἐγκλήματι, οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], Ἡρόδ. 6. 136˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τάνδ’ ὑπάγεται Δίκα Εὐρ. Ἠλ. 1155˙ - παρὰ μεταγεν. συγγραφ. [[μετὰ]] δοτικ., ὑπ. τινὰ δικαστηρίῳ Λουκ. Δραπ. 11˙ τῷ νόμῳ Λιβάν., κλπ. ΙΙΙ. βραδέως ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, βραδέως καὶ κατὰ μικρὸν [[προάγω]], τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 5. 15, πρβλ. 10, 4˙ - ἄγω τινά που κρυφίως ἢ δι’ ἀπάτης, Λατ. inducere, τάυτῃ ὑπάγοντος (αὐτὸν) Ἡρόδ. 9. 94˙ ἑλκύω, [[παρασύρω]], ὑπάγει μ’ ὁ [[χόρτος]] εὔφρων ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις Εὐρ. Κύκλ. 505˙ [[ὑπάγω]] τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν, [[ἕλκω]] αὐτὸς εἰς δύσβατα μέρη διὰ προσπεποιημένης φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37˙ ὑπ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες [[αὐτόθι]] 3. 2, 8˙ τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν..., ὅπη ἂν [[ἐκεῖνος]] ὑπάγῃ Πλάτ. Εὐθύφρων 14C˙Ϗ ὑπ. τινὰ εἰς ἐλπίδα Εὐρ. Ἑλ. 826˙ ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος... δῴη δίκην Λυσί. 105. 4˙ ἐὰν [[πέρδιξ]] ὑπ’ ἀνθρώπου ὀφθῇ ἀπὸ τῶν ᾠῶν ὑπάγει (δηλ. τὸν ἄνθρωπον), δηλ. ἀπάγει ἀπομακρύνει αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὠῶν φεύγουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 6˙ - μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. τινὰ ἐλθεῖν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἔλθῃ, Εὐρ. Ἀνδρ. 428. - Μέσ., ἄγω ὑπ’ ἐμαυτὸν δι’ ἀπάτης πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, ἀλλὰ [[συχν]]. σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, εὖ ὑπ. τὸν παῖδα Ἴων παρ’ Ἀθην. 604D˙Ϗ ἐλπίσιν ὑπαγάγεσθαι τινὰ Ἰσοκρ. 100D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3˙ ὑπ. τοὺς Θηβαίους, [[κερδαίνω]] αὐτούς, [[φέρω]] αὐτοὺς πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Δημ. 105. 7˙ ὑπ. τινὰς εἰς μάχην, ἐς φιλίαν, Δίων Κ., κλπ.˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[προτείνω]] ἢ [[προβάλλω]] τι εἴς τινα ὡς [[δέλεαρ]] [[ὅπως]] ὁδηγήσω αὐτὸν εἰς ἕτερόν τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 906, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. - Παθ., κατὰ μικρὸν ὑπαχθεὶς Ἰσοκρ. 82B˙ ἐλπίσι καὶ φενακισμοῖς ὑπάγεσθαι διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 59. 18˙ ὑπὸ ἀπατῶν καὶ ἀλαζονευμάτων διάφορ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 25. 23, κτλ.˙ εἰς ἔχθραν ὑπαγόμενος ὑπό τινος Δημ. 291. 11˙ ἐκ λοιδορίας εἰς πληγὰς ὁ αὐτ. 1262 ἐν τέλ. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ τὸ [[ἐπάγω]], ὡς διάφ. γραφ.). IV. [[ὑπεκφέρω]], [[ὑπεξάγω]], τινὰ ἐκ βελέων Ἰλ. Λ. 163˙ ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας, δηλ. τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀβελίσκων, Ἄρχιππος ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3. - Παθ., ὑπαγομένου τοῦ χώματος Θουκ. 2. 76. 2) [[ἀποσύρω]], τὸ [[στράτευμα]] ὁ αὐτ. 4. 127. 3) ἐκκενῶ [[κάτωθεν]], Λατ. subducere, ὑπ. τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 308 ἴδε κατωτ. Β ΙΙΙ. Β. ἀμεταβ., βραδέως [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, [[ὑπάγω]] φρένα τέρψας Θέογν. 921˙ - ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποσύρομαι, [[ἀπομακρύνομαι]] βραδέως ἢ ἡσύχως, Ἡρόδ. 4. 120, 122, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1017, Θουκ. 4. 126˙ ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὑπάγει [[βάδην]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. ΙΙ. πηγαίνω, ὕπαγ’ ὦ, ὕπαγ’ ὦ, πήγαινε λοιπὸν ἐμπρός! Εὐρ. Κύκλ. 53˙ ὕπαγε, τί μέλλεις; Ἀριστοφ. Νεφ. 1298˙ ὑπάγεθ’ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 174˙ ὑπ. εἰς τοὔμπροσθεν Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 2˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιᾶς, [[ἐπέρχομαι]] βραδέως ἢ κατὰ μικρόν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 48., 4. 2, 16. ΙΙΙ. Ἰατρ., ἐπὶ τῆς κοιλίας, [[κοιλία]] ὑπάγουσα, εὐκοιλιότης, Ἱππ. 396. 27, Γαλην.˙ ἴδε ἀνωτ. Α. IV. 3. IV. χαμηλώνω, «ζαρώνω», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 6, πρβλ. ὑπαγωγὴ ΙΙΙ. 2. | |lstext='''ὑπάγω''': μέλλ. ὑπάξω˙ ἀόρ. ὑπήγαγον˙ Α. μεταβ., ἄγω, ὁδηγῶ ὑπό τι, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους, ἦγεν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοὺς ταχεῖς ἵππους, Ἰλ. Π. 148, Ψ. 261˙ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὑπάγειν ἡμιόνους Ὀδ. Ζ. 73. - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 353, ἕξεται ἢ ἔξεται ἢ ἄξεται, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀέξω]], ἴδε καὶ Jebb ἐν τόπῳ [[ὅστις]] ἐξέδωκεν ὀχμάζεται. 2) [[φέρω]] ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμὰς Ἡρόδ. 8. 106˙ ὑπ. τινὰς εἰς δουλείαν Λουκ. Ἀπολ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. - Μέσ., [[φέρω]] τινὰ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, [[ὑποτάσσω]], [[καταβάλλω]], πόλιν Θουκ. 7. 46˙ τοὺς Θρᾷκας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 1, κλπ. ΙΙ. [[ἐνάγω]] τινὰ εἰς τὸ [[δικαστήριον]] (ὅτε ἡ ὑπὸ παριστάνει τὸν δικαζόμενον ὡς ἱστάμενον κατωτέρω τοῦ δικαστοῦ ἢ κύπτοντα πρὸ [[αὐτοῦ]]), [[ὑπάγω]] τινὰ ὑπὸ [[δικαστήριον]], [[ἐνάγω]] εἰς δίκην, [[καταγγέλλω]], κατηγορῶ, Ἡρόδ. 9. 93, πρβλ. 6. 72˙ ὑπ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ὁ αὐτ. 6. 82˙ εἰς ἡμᾶς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 28˙ οὕτω, ὑπ. τινὰ εἰς δίκην Θουκ. 3. 70 καὶ [[ἁπλῶς]], ὑπ. τινὰ Λυσί. 105. 4, Ξεν., κλπ.˙ ὑπ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 33˙ ὑπ. τινὰ θανάτου, ἐγκαλῶ τινα δι’ [[ἔγκλημα]], οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], αὐτοθι 2, 3, 12., 4. 4. 24˙ [[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον, ἐγκαλῶ ἐνώπιον τοῦ δήμου ἐπὶ ἐγκλήματι, οὗ ἡ ποινὴ [[θάνατος]], Ἡρόδ. 6. 136˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τάνδ’ ὑπάγεται Δίκα Εὐρ. Ἠλ. 1155˙ - παρὰ μεταγεν. συγγραφ. [[μετὰ]] δοτικ., ὑπ. τινὰ δικαστηρίῳ Λουκ. Δραπ. 11˙ τῷ νόμῳ Λιβάν., κλπ. ΙΙΙ. βραδέως ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, βραδέως καὶ κατὰ μικρὸν [[προάγω]], τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 5. 15, πρβλ. 10, 4˙ - ἄγω τινά που κρυφίως ἢ δι’ ἀπάτης, Λατ. inducere, τάυτῃ ὑπάγοντος (αὐτὸν) Ἡρόδ. 9. 94˙ ἑλκύω, [[παρασύρω]], ὑπάγει μ’ ὁ [[χόρτος]] εὔφρων ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις Εὐρ. Κύκλ. 505˙ [[ὑπάγω]] τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν, [[ἕλκω]] αὐτὸς εἰς δύσβατα μέρη διὰ προσπεποιημένης φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37˙ ὑπ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες [[αὐτόθι]] 3. 2, 8˙ τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν..., ὅπη ἂν [[ἐκεῖνος]] ὑπάγῃ Πλάτ. Εὐθύφρων 14C˙Ϗ ὑπ. τινὰ εἰς ἐλπίδα Εὐρ. Ἑλ. 826˙ ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος... δῴη δίκην Λυσί. 105. 4˙ ἐὰν [[πέρδιξ]] ὑπ’ ἀνθρώπου ὀφθῇ ἀπὸ τῶν ᾠῶν ὑπάγει (δηλ. τὸν ἄνθρωπον), δηλ. ἀπάγει ἀπομακρύνει αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὠῶν φεύγουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 6˙ - μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. τινὰ ἐλθεῖν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἔλθῃ, Εὐρ. Ἀνδρ. 428. - Μέσ., ἄγω ὑπ’ ἐμαυτὸν δι’ ἀπάτης πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, ἀλλὰ [[συχν]]. σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, εὖ ὑπ. τὸν παῖδα Ἴων παρ’ Ἀθην. 604D˙Ϗ ἐλπίσιν ὑπαγάγεσθαι τινὰ Ἰσοκρ. 100D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3˙ ὑπ. τοὺς Θηβαίους, [[κερδαίνω]] αὐτούς, [[φέρω]] αὐτοὺς πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, Δημ. 105. 7˙ ὑπ. τινὰς εἰς μάχην, ἐς φιλίαν, Δίων Κ., κλπ.˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[προτείνω]] ἢ [[προβάλλω]] τι εἴς τινα ὡς [[δέλεαρ]] [[ὅπως]] ὁδηγήσω αὐτὸν εἰς ἕτερόν τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 906, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. - Παθ., κατὰ μικρὸν ὑπαχθεὶς Ἰσοκρ. 82B˙ ἐλπίσι καὶ φενακισμοῖς ὑπάγεσθαι διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 59. 18˙ ὑπὸ ἀπατῶν καὶ ἀλαζονευμάτων διάφορ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 25. 23, κτλ.˙ εἰς ἔχθραν ὑπαγόμενος ὑπό τινος Δημ. 291. 11˙ ἐκ λοιδορίας εἰς πληγὰς ὁ αὐτ. 1262 ἐν τέλ. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ τὸ [[ἐπάγω]], ὡς διάφ. γραφ.). IV. [[ὑπεκφέρω]], [[ὑπεξάγω]], τινὰ ἐκ βελέων Ἰλ. Λ. 163˙ ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας, δηλ. τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀβελίσκων, Ἄρχιππος ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3. - Παθ., ὑπαγομένου τοῦ χώματος Θουκ. 2. 76. 2) [[ἀποσύρω]], τὸ [[στράτευμα]] ὁ αὐτ. 4. 127. 3) ἐκκενῶ [[κάτωθεν]], Λατ. subducere, ὑπ. τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 308 ἴδε κατωτ. Β ΙΙΙ. Β. ἀμεταβ., βραδέως [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, [[ὑπάγω]] φρένα τέρψας Θέογν. 921˙ - ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποσύρομαι, [[ἀπομακρύνομαι]] βραδέως ἢ ἡσύχως, Ἡρόδ. 4. 120, 122, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1017, Θουκ. 4. 126˙ ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὑπάγει [[βάδην]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. ΙΙ. πηγαίνω, ὕπαγ’ ὦ, ὕπαγ’ ὦ, πήγαινε λοιπὸν ἐμπρός! Εὐρ. Κύκλ. 53˙ ὕπαγε, τί μέλλεις; Ἀριστοφ. Νεφ. 1298˙ ὑπάγεθ’ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 174˙ ὑπ. εἰς τοὔμπροσθεν Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 2˙ - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιᾶς, [[ἐπέρχομαι]] βραδέως ἢ κατὰ μικρόν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 48., 4. 2, 16. ΙΙΙ. Ἰατρ., ἐπὶ τῆς κοιλίας, [[κοιλία]] ὑπάγουσα, εὐκοιλιότης, Ἱππ. 396. 27, Γαλην.˙ ἴδε ἀνωτ. Α. IV. 3. IV. χαμηλώνω, «ζαρώνω», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 6, πρβλ. ὑπαγωγὴ ΙΙΙ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπάξω, <i>ao.2</i> ὑπήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> amener sous : ἵππους [[ζυγόν]] IL, ἵππους ζυγῷ LUC <i>ou abs.</i> ὑπάγειν ἵππους OD amener les chevaux sous le joug, les atteler ; <i>fig.</i> τινα [[ἐς]] [[χέρας]] τινός HDT livrer une personne aux mains d’une autre ; τινα ὑπὸ τὸ [[δικαστήριον]] HDT, <i>ou</i> δικαστηρίῳ amener qqn devant le tribunal ; [[ἐς]] [[δίκην]] THC <i>ou abs.</i> ὑπ. τινα amener en justice, intenter un procès, accuser : τινα θανάτου XÉN accuser qqn d’un crime capital ; ὑπ. ὑπὸ τὸν δῆμον HDT porter une accusation devant le peuple;<br /><b>2</b> amener par des voies secrètes <i>ou</i> détournées, amener par surprise : τοὺς πολεμίους [[ἐς]] δυσχωρίαν XÉN attirer l’ennemi dans un passage difficile ; ὑπ. τινὰ [[εἴς]] [[τι]] pousser qqn à une entreprise difficile <i>ou</i> périlleuse ; <i>en gén.</i> tromper;<br /><b>3</b> mener en dessous ; <i>Pass.</i> être mené en dessous, être entraîné en dessous, s’affaisser;<br /><b>4</b> mener à l’écart, emmener hors de : τινα [[ἐκ]] βελέων IL emmener qqn hors de la portée des traits ; τὸ [[στράτευμα]] THC emmener l’armée;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> <b>I.</b> se retirer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> se retirer pas à pas;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> se retirer : τῆς ὁδοῦ AR du chemin;<br /><b>II.</b> s’avancer peu à peu, s’avancer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑπάγομαι (<i>f.</i> ὑπάξομαι, <i>ao.2</i> ὑπηγαγόμην);<br /><b>1</b> soumettre à sa puissance, soumettre;<br /><b>2</b> amener insensiblement avec soi, emmener peu à peu ; égarer, séduire;<br /><b>3</b> amener à soi ; amener <i>ou</i> attirer dans son parti, gagner à sa cause, acc.;<br /><b>4</b> suggérer pour soi, insinuer <i>ou</i> conseiller dans son propre intérêt, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ]: A trans., lead or bring under, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους brought them under the yoke, yoked them, Il.16.148, cf. 23.291; ἴπποις (acc.) δ' ἄνδρες ὔπαγον ὐπ' ἄρματα Sapph.Supp.20a.17, cf. E.Hipp.1194 in PLit.Lond.73 (ἐπῆγε codd.); also simply, ἡμιόνους ὕπαγον Od.6.73. 2 bring under one's power, [οἱ θεοί] σε ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς Hdt.8.106; ὑ. τινὰς εἰς δουλείαν Luc.Apol.3:— Med., bring under one's own power, reduce, πόλιν Th.7.46; τοὺς Θρᾷκας Luc.DDeor.18.1, etc. 3 subsume, ὑφ' ἓν μέρος λόγου τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἀντωνυμίας A.D.Synt.88.11, cf. 235.7 (Pass.); πάντα τῷ τῆς μανίας ὀνόματι Luc.Abd.29. 4 bring forward in reply, in Pass., A.D.Conj. 251.9, Synt.73.11. 5 subject, τὴν ἀρχομένην [διάθεσιν] τοῖς βοηθήμασιν Sor.2.38:—Pass., τῶν -ομένων τῇ διαίτῃ παθῶν Id.1.2. II bring a person before the judgement-seat (the ὑπό refers to his being set under or below the judge), ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον bring one before a court, i.e. accuse, impeach him, Hdt.9.93, cf. 6.72 (Pass.); ὑ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ib.82; οἱ -όμενοι εἰς ὑμᾶς X.HG2.3.28; ὑ. τινὰ ἐς δίκην Th.3.70; simply, ὑ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα X.HG2.3.33; ὑ. τινὰ θανάτου on a capital charge, ib.2.3.12, 5.4.24; θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα impeached him before the commons on a capital charge, Hdt.6.136: c. dat., ὑ. τινὰς δικαστηρίοις Luc.Fug.11:—Med., τάνδ' ὑπάγεται Δίκα E.El.1155 (lyr., dub. l., δίκαν codd.):—Pass., Phld.Rh. 2.140 S.: c. dat., τοῖς τῆς . . πεπρωμένης . . νόμοις ὑπαχθέντα IG12(7).240.24 (Amorgos, iii A.D.); ὁ πένης ὑπάγεται τῷ νόμῳ Lib.Decl.36 tit. III lead on by degrees, τὰς κύνας X.Cyn.5.15, cf. 10.4; draw or lead on by art or deceit, Hdt.9.94; τινὰ ἐπὶ κῶμον E.Cyc. 507 (lyr.); ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν draw them on by pretended flight, X.Cyr.1.6.37; ὑ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες ib.3.2.8; τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν... ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Pl. Euthphr.14c; τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδα; E.Hel.826; ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος . . δοίη δίκην Lys.6.19; ἡ πέρδιξ . . ἀπὸ τῶν ῳῶν ὑπάγει (sc. ἄνθρωπον) Arist.HA613b32: c. inf., σ' ὑπήγαγον εἰς χεῖρας ἐλθεῖν so as to come, E.Andr.428:—Med., lead on for one's own advantage, but freq. much like the Act., lead on, ἐλπίσιν ὑπαγαγέσθαι τινά Isoc.5.91, cf. X.An.2.4.3; ὑ. Θετταλοὺς εἰς δουλείαν reduce them, D.8.62; ὑ. τινὰς ἐς μάχην, ἐς φιλίαν, D.C.36.4, 42.39; ἐς φόρου συντέλειαν Hdn.6.2.1; give one a lead in speech, E.Andr.906, cf. X.An. 2.1.18:—Pass., κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isoc.5.1; [ἐλπίσικαὶ θενακισμοῖς] ὑπαχθέντες D.5.10 (v.l. ἐπ- (; ὑπὸ τῆς ἀπάτης καὶ τῶν ἀλαζονευμάτων Aeschin.1.178, etc.; εἰς ἔχθραν ὑπηγμένος ὑπότινος D.18.188; ἐκλοιδορίας εἰς πληγάς Id.54.19. (In this sense, ἐπάγω is freq. v.l.) IV take away from beneath, withdraw, τινὰ ἐκ βελέων Il.11.163; ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας Archipp.10:—Pass., ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Th.2.76. 2 draw off, τὸ στράτευμα Id.4.127; ὑπήγαγεν Κύριος τὴν θάλατταν LXXEx.14.21. 3 carry off below, ὑ. τὴν κοιλίην purge the bowels, Hp.Morb.3.17, Aret.CA1.10; ὑ. τὴν γαστέρα Phryn.279, Gal.6.353, al.; v. infr. B.111. 4 bring down a bandage, Sor.Fasc.2: c. dat., bring under, τῷ κοίλῳ τοῦ ποδός ib.59. B intr., go away, withdraw, retire, ὑπάγω φρένα τέρψας Thgn. 921, cf. Ar.Av.1017, AP9.341 (Glauc.); of an army, draw off or retire slowly, Hdt.4.120, 122, Th.4.126; of the lion, ὑπάγει βάδην Arist.HA629b17; ἂν φυτεύῃ καὶ ὑπάγῃ if he . . goes away, IG12(7).62.54 (Amorgos, iv B.C.); ὑπάγει αὔριον he is going ( = leaving, setting out) to-morrow, POxy.1291.11 (i A.D.); ὑπάγοντι εἰς Ἑρμοῦ πόλιν PLond.1.131.155,218, al. (i A.D.). II go forwards, draw on, ὕπαγ' ὦ, ὕπαγ' ὦ on with you! E.Cyc.52 (lyr.); ὕπαγε, τί μέλλεις; Ar. Nu.1298; ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Id.Ra.174; ὑ. εἰς τοὔμπροσθεν Eup.79: also of an army, X.An.3.4.48, 4.2.16. 2 later, in pres., simply go, opp. ἔρχομαι 'come', ὕπαγε Σατανᾶ Ev.Matt.4.10; ὕπαγε, δεῖξον . . Ev.Marc.1.44; ἦσαν οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί ib.6.31; ποῦ ὑπάγεις; Ev.Jo.16.5; ἐν πλοίῳ ὑπάγοντι ἰς Ταπόσιριν Sammelb.7357.8 (iii A.D.); ὕπαγε ἰς πάντα τόπον ib.7452.7,19 (iii A.D.); καθ' ἡμέρα<ν> ὑπάγω παρὰ Σεραπιάδα BGU 38.17 (ii/iii A.D.): the aor. is ἀπῆλθον, ὕπαγε . . καὶ ἀπῆλθε Ev.Matt.9.6:—αὐτόματα ὑπάγοντα automata which go (from place to place), opp. στατά (those which perform actions while standing still), Hero Aut.1.2:—rare in LXX (and only in cod. <*>), To.8.21, al., Je.43(36).19. III Medic., of the bowels, to be open, κοιλίη ὑπάγουσα Hp.Acut.(Sp.) 2, Gal.15.756; v. supr. A. IV. 3. IV sink down, squat, Arist.HA 540a7; cf. ὑπαγωγή 111.2.
German (Pape)
[Seite 1179] (s. ἄγω), darunter führen; ὑπάγειν ἵππους ζυγόν, Pferde unters Joch bringen, anspannen, Il. 16, 148. 23, 291. 24, 279; auch bloß ὑπάγειν ἵππους, Od. 6, 73. – Uebertr., Einen unter Jemandes Gewalt bringen, οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμάς Her. 8, 106; ὅπως ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν Thuc. 7, 46. – Den Beklagten vor den erhöhten Sitz des Richters führen, so daß er niedriger als dieser steht, ὑπάγειν τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον, wie ὑπὸ τὸ δικαστήριον, ὑπὸ τοὺς ἐφόρους, Einen vor Gericht ziehen, belangen, anklagen, Her. 6, 72. 82. 9, 93; auch θανάτου ὑπαγαγὼν ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα, 6, 136, auf Tod und Leben vor dem Volke anklagen; ἐς δίκην, Thuc. 3, 70, u. öfter in den Oratt. – Listig, heimlich wozu bringen, verlocken, wozu verleiten, betrügen, anführen, Her. 9, 94; Eur. Andr. 428; τίν' ὑπάγεις μ' εἰς ἐλπίδα Eur. Hel. 832; ὑπαχθέντες, verleitet, Dem. 22, 32 u. öfter (5, 10 schreibt Bekk. ἐπαχθέντες); Folgde, wie Plut. Sol. 8; κατὰ μικρὸν ὑπάγων Them. 4, wie κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isocr. 5, 1. – Vgl. noch Plat. ἀνάγκη τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν, ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ, Euthyphr. 14 c; Xen. An. 2, 1, 18 u. A. – Darunter wegführen, -bringen, τινὰ ἐκ βελέων Il. 11, 163; ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Thuc. 2, 76. – Herunter, herab führen; κοιλίαν, γαστέρα, den Leib oder Magen durch Abführungsmittel reinigen, s. Lob. Phryn. 308; auch intrans., κοιλία ὑπάγουσα, offener Leib, Hippocr. – Intrans., sich heimlich wegbegeben, sich zurückziehen; Ar. Av. 1017; von einem Kriegsheere, Her. 4, 120; Thuc. öfter; auch trans., τὸ στράτευμα ὑπῆγε ὁ Βρασίδας, 4, 127; ὑπάγειν φυγῇ εἰς δυσχωρίαν Xen. Cyr. 1, 6, 37, ein zurückgezogenes Leben führen; ὑπάγω φρένα τέρψας Theogn. 917. – Vor Einem fortgehen, vorrücken, ὕπαγε, frisch auf, vorwärts, ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Ar. Ran. 174, vgl. Nubb. 1280; von allmäligem Vorrücken, Xen. An. 3, 4, 48. 4, 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάγω: μέλλ. ὑπάξω˙ ἀόρ. ὑπήγαγον˙ Α. μεταβ., ἄγω, ὁδηγῶ ὑπό τι, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους, ἦγεν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοὺς ταχεῖς ἵππους, Ἰλ. Π. 148, Ψ. 261˙ ὡσαύτως ἁπλῶς, ὑπάγειν ἡμιόνους Ὀδ. Ζ. 73. - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 353, ἕξεται ἢ ἔξεται ἢ ἄξεται, ἴδε τὸ ῥῆμα ἀέξω, ἴδε καὶ Jebb ἐν τόπῳ ὅστις ἐξέδωκεν ὀχμάζεται. 2) φέρω ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, ὑποτάσσω, οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμὰς Ἡρόδ. 8. 106˙ ὑπ. τινὰς εἰς δουλείαν Λουκ. Ἀπολ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. - Μέσ., φέρω τινὰ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, ὑποτάσσω, καταβάλλω, πόλιν Θουκ. 7. 46˙ τοὺς Θρᾷκας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 1, κλπ. ΙΙ. ἐνάγω τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον (ὅτε ἡ ὑπὸ παριστάνει τὸν δικαζόμενον ὡς ἱστάμενον κατωτέρω τοῦ δικαστοῦ ἢ κύπτοντα πρὸ αὐτοῦ), ὑπάγω τινὰ ὑπὸ δικαστήριον, ἐνάγω εἰς δίκην, καταγγέλλω, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 9. 93, πρβλ. 6. 72˙ ὑπ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ὁ αὐτ. 6. 82˙ εἰς ἡμᾶς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 28˙ οὕτω, ὑπ. τινὰ εἰς δίκην Θουκ. 3. 70 καὶ ἁπλῶς, ὑπ. τινὰ Λυσί. 105. 4, Ξεν., κλπ.˙ ὑπ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 33˙ ὑπ. τινὰ θανάτου, ἐγκαλῶ τινα δι’ ἔγκλημα, οὗ ἡ ποινὴ θάνατος, αὐτοθι 2, 3, 12., 4. 4. 24˙ ὑπάγω τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον, ἐγκαλῶ ἐνώπιον τοῦ δήμου ἐπὶ ἐγκλήματι, οὗ ἡ ποινὴ θάνατος, Ἡρόδ. 6. 136˙ - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τάνδ’ ὑπάγεται Δίκα Εὐρ. Ἠλ. 1155˙ - παρὰ μεταγεν. συγγραφ. μετὰ δοτικ., ὑπ. τινὰ δικαστηρίῳ Λουκ. Δραπ. 11˙ τῷ νόμῳ Λιβάν., κλπ. ΙΙΙ. βραδέως ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, βραδέως καὶ κατὰ μικρὸν προάγω, τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 5. 15, πρβλ. 10, 4˙ - ἄγω τινά που κρυφίως ἢ δι’ ἀπάτης, Λατ. inducere, τάυτῃ ὑπάγοντος (αὐτὸν) Ἡρόδ. 9. 94˙ ἑλκύω, παρασύρω, ὑπάγει μ’ ὁ χόρτος εὔφρων ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις Εὐρ. Κύκλ. 505˙ ὑπάγω τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν, ἕλκω αὐτὸς εἰς δύσβατα μέρη διὰ προσπεποιημένης φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37˙ ὑπ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες αὐτόθι 3. 2, 8˙ τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν..., ὅπη ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Πλάτ. Εὐθύφρων 14C˙Ϗ ὑπ. τινὰ εἰς ἐλπίδα Εὐρ. Ἑλ. 826˙ ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος... δῴη δίκην Λυσί. 105. 4˙ ἐὰν πέρδιξ ὑπ’ ἀνθρώπου ὀφθῇ ἀπὸ τῶν ᾠῶν ὑπάγει (δηλ. τὸν ἄνθρωπον), δηλ. ἀπάγει ἀπομακρύνει αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὠῶν φεύγουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 6˙ - μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. τινὰ ἐλθεῖν, οὕτως ὥστε νὰ ἔλθῃ, Εὐρ. Ἀνδρ. 428. - Μέσ., ἄγω ὑπ’ ἐμαυτὸν δι’ ἀπάτης πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, ἀλλὰ συχν. σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, εὖ ὑπ. τὸν παῖδα Ἴων παρ’ Ἀθην. 604D˙Ϗ ἐλπίσιν ὑπαγάγεσθαι τινὰ Ἰσοκρ. 100D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3˙ ὑπ. τοὺς Θηβαίους, κερδαίνω αὐτούς, φέρω αὐτοὺς πρὸς τὸ μέρος μου, Δημ. 105. 7˙ ὑπ. τινὰς εἰς μάχην, ἐς φιλίαν, Δίων Κ., κλπ.˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, προτείνω ἢ προβάλλω τι εἴς τινα ὡς δέλεαρ ὅπως ὁδηγήσω αὐτὸν εἰς ἕτερόν τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 906, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. - Παθ., κατὰ μικρὸν ὑπαχθεὶς Ἰσοκρ. 82B˙ ἐλπίσι καὶ φενακισμοῖς ὑπάγεσθαι διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 59. 18˙ ὑπὸ ἀπατῶν καὶ ἀλαζονευμάτων διάφορ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 25. 23, κτλ.˙ εἰς ἔχθραν ὑπαγόμενος ὑπό τινος Δημ. 291. 11˙ ἐκ λοιδορίας εἰς πληγὰς ὁ αὐτ. 1262 ἐν τέλ. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας συχνάκις ἀπαντᾷ τὸ ἐπάγω, ὡς διάφ. γραφ.). IV. ὑπεκφέρω, ὑπεξάγω, τινὰ ἐκ βελέων Ἰλ. Λ. 163˙ ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας, δηλ. τὰ ἄκρα τῶν ὀβελίσκων, Ἄρχιππος ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3. - Παθ., ὑπαγομένου τοῦ χώματος Θουκ. 2. 76. 2) ἀποσύρω, τὸ στράτευμα ὁ αὐτ. 4. 127. 3) ἐκκενῶ κάτωθεν, Λατ. subducere, ὑπ. τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 308 ἴδε κατωτ. Β ΙΙΙ. Β. ἀμεταβ., βραδέως ἀπέρχομαι, ἀποσύρομαι, ὑπάγω φρένα τέρψας Θέογν. 921˙ - ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποσύρομαι, ἀπομακρύνομαι βραδέως ἢ ἡσύχως, Ἡρόδ. 4. 120, 122, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1017, Θουκ. 4. 126˙ ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὑπάγει βάδην Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. ΙΙ. πηγαίνω, ὕπαγ’ ὦ, ὕπαγ’ ὦ, πήγαινε λοιπὸν ἐμπρός! Εὐρ. Κύκλ. 53˙ ὕπαγε, τί μέλλεις; Ἀριστοφ. Νεφ. 1298˙ ὑπάγεθ’ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 174˙ ὑπ. εἰς τοὔμπροσθεν Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 2˙ - ὡσαύτως ἐπὶ στρατιᾶς, ἐπέρχομαι βραδέως ἢ κατὰ μικρόν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 48., 4. 2, 16. ΙΙΙ. Ἰατρ., ἐπὶ τῆς κοιλίας, κοιλία ὑπάγουσα, εὐκοιλιότης, Ἱππ. 396. 27, Γαλην.˙ ἴδε ἀνωτ. Α. IV. 3. IV. χαμηλώνω, «ζαρώνω», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 6, πρβλ. ὑπαγωγὴ ΙΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπάξω, ao.2 ὑπήγαγον, etc.
A. tr. 1 amener sous : ἵππους ζυγόν IL, ἵππους ζυγῷ LUC ou abs. ὑπάγειν ἵππους OD amener les chevaux sous le joug, les atteler ; fig. τινα ἐς χέρας τινός HDT livrer une personne aux mains d’une autre ; τινα ὑπὸ τὸ δικαστήριον HDT, ou δικαστηρίῳ amener qqn devant le tribunal ; ἐς δίκην THC ou abs. ὑπ. τινα amener en justice, intenter un procès, accuser : τινα θανάτου XÉN accuser qqn d’un crime capital ; ὑπ. ὑπὸ τὸν δῆμον HDT porter une accusation devant le peuple;
2 amener par des voies secrètes ou détournées, amener par surprise : τοὺς πολεμίους ἐς δυσχωρίαν XÉN attirer l’ennemi dans un passage difficile ; ὑπ. τινὰ εἴς τι pousser qqn à une entreprise difficile ou périlleuse ; en gén. tromper;
3 mener en dessous ; Pass. être mené en dessous, être entraîné en dessous, s’affaisser;
4 mener à l’écart, emmener hors de : τινα ἐκ βελέων IL emmener qqn hors de la portée des traits ; τὸ στράτευμα THC emmener l’armée;
B. intr. I. se retirer, d’où
1 se retirer pas à pas;
2 abs. se retirer : τῆς ὁδοῦ AR du chemin;
II. s’avancer peu à peu, s’avancer;
Moy. ὑπάγομαι (f. ὑπάξομαι, ao.2 ὑπηγαγόμην);
1 soumettre à sa puissance, soumettre;
2 amener insensiblement avec soi, emmener peu à peu ; égarer, séduire;
3 amener à soi ; amener ou attirer dans son parti, gagner à sa cause, acc.;
4 suggérer pour soi, insinuer ou conseiller dans son propre intérêt, acc..
Étymologie: ὑπό, ἄγω.