κοῖλος: Difference between revisions
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοῖλος''': η, ον: Αἰολ. κόϊλος, α, ον, Ἀνακρ. 9· ἢ κώϊλος Ἀλκαῖ. 15 (κατὰ τὸν Ahr.)· πρβλ. Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 13. 28, Ἡρῳδιαν. π. π. μον. λέξ. 21. 2, κτλ.· (ἴδε ἐν λέξ. [[κυέω]]). Κοῖλος, ἔχων κοιλότητα, παρ’ Ὁμήρ., τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετ. πλοίων, κοῖλαι [[νῆες]], ― (παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], [[κοίλη]] [[ναῦς]], ἡ [[κοιλία]], τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ πλοίου, τὸ «ἀμπάρι», Ἡρόδ. 8. 119, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6. 19, Δημ. 883. 21· [[οὕτως]], ἡ [[κοίλη]] μόνον, Θεόκρ. 22. 12, Ἀθήν 206C· τὰ κοῖλα Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 107)· οὕτω καὶ ὁ δούρειος [[ἵππος]] καλεῖται κ. [[λόχος]], κ. [[δόρυ]] Ὀδ. Δ. 277, Θ. 507· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ εὐρυχώρου (ὡς [[ἴσως]] προκειμένου περὶ πλοίων), κ. [[σπέος]] Ὀδ. Μ. 93, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 23, Σοφ. Φιλ. 1081· κ. [[κάπετος]], ἐπὶ τάφου, Ἰλ. Ω. 797, πρβλ. Αἴ. 1165, Ἀντ. 1205. Εὐρ. Ἄλκ. 898· ἐπὶ φυτῶν ὄντων ἐντὸς κοίλων, κ.τ.τ., [[νάρθηξ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52· [[ἄχερδος]] Σοφ. Ο. Κ. 1597· [[κοίλη]] [[φλέψ]], ἴδε ἐν λέξ. [[φλέψ]]· [[σφόνδυλος]] κ. Πλάτ. Πολ. 616D· ― ἐπὶ ἀγγείων, ἀγγήια Ἡρόδ. 4. 2· κρατὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1593· ζύγαστρον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 692· κύλικος… κοῖλον [[κύτος]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9, κτλ.· ― κ. ὑποδήματα, ἐξικνούμενα [[μέχρι]] τοῦ μέσου τῆς κνήμης, Αἰλ. π. Ζ. 6. 23· κ. δέμνια, ἐπὶ τῆς κλίνης κενῆς οὔσης, Σοφ. Τρ. 901· ― ἡ [[ἔννοια]] τοῦ κοῖλα κλῇθρα ἐν Ο. Τ. 1261 [[εἶναι]] προφανῶς ἡ αὐτὴ ὡς καὶ ἡ τοῦ κ. σταθμὰ θυράων ἐν Θεοκρ. 24. 15, ἀλλὰ τί [[εἶναι]] τοῦτο διαμένει ἀβέβαιον· ― κ. [[χείρ]], ἐπὶ ἐπαίτου (πρβλ. [[κοιλαίνω]]), Ἀνθ. Π. 12. 212· κ. [[ἱστίον]] [[Πολυδ]]. Α΄, 107· ― [[κοῖλος]] μήν, ἴδε ἐν λέξ. μήν. 2) ἐπὶ τόπων, κείμενος ἐν κοιλώματι ἢ σχηματίζων [[κοίλωμα]], [[κοίλη]] [[Λακεδαίμων]], ἡ κοιλὰς τῆς Λακεδαίμονος, Ὀδ. Δ. 1· κ. Θεσσαλία Ἡρόδ. 7. 129· κ. Ἄργος Σοφ. Ο. Κ. 378, 1387· Αὐλίδος κ. μυχοὶ Εὐρ. Ι. Α. 1600· ― [[οὕτως]] ὡς κύριον [[ὄνομα]], Κοίλη Συρία, ἡ [[χώρα]] ἡ μεταξὺ Λιβάνου καὶ Ἀντιλιβάνου, Πολύβ. 1. 3, 1, κτλ.· τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας, αἱ μεταξὺ Καφηρέως καὶ Γεραιστοῦ ἀκταί, Ἡρόδ. 8. 13· ἡ Κοίλη, ἡ κοιλὰς τοῦ Ἰλισοῦ, ἐν τῷ ΝΔ. μέρει τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 6. 103, Λεξικ. Γεωγρ. 1. σ. 263. β) κ. [[λιμήν]], ἐπὶ λιμένος κειμένου μεταξὺ ὑψηλῶν κρημνῶν, Ὀδ. Κ. 92· κ. [[αἰγιαλός]], [[κολπώδης]] ἀκτή, Χ. 385· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. γ) κ. ὁδός, βαθεῖα ὁδός, Ἰλ. Ν. 419· κ. ἀγυιὰ Πινδ. Ο. 9. 51. δ) κ. [[ποταμός]], σχεδὸν κενὸς ὕδατος, Θουκ. 7. 84 (παρὰ Οὐεργιλίῳ cava flumina crescunt)· τοῦ ποταμοῦ κοίλου ῥυέντος Σωκράτ. παρ’ Ἀθην. 388Α, Αἰλ. π. Ζ. 14. 27· [[ἀλλά]], κ. [[ποταμός]], ἔχων βαθεῖαν κοίτην, 22. 20, 4. ε) τὰ κοῖλα καὶ τὰ [[δασέα]], αἱ φάραγγες αἱ κατάφυτοι μὲ δάση, Ἀριστοφ. Νεφ. 325. 3) κ. [[θάλασσα]], ἅλς, ἡ [[πλήρης]] κοιλοτήτων [[θάλασσα]] δηλ. τρικυμιώδης, Πολύβ. 1. 60, 6, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 595. 4) [[κοῖλος]] ἄργυρος καὶ [[χρυσός]], δηλ. σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ, Θεοπόμπ. Ἱστ. παρὰ Λογγίν. 43. 2, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 25, Λουκ. Ἀλεκτρ. 24, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 68. 5) μεταφορ., ἐπὶ τῆς φωνῆς, βαθὺς καὶ [[ὑπόκωφος]], κόχλον ἑλὼν μυκάσατο κοῖλον Θεόκρ. 22. 75, (ἂν καὶ [[ἐνταῦθα]] τὸ κοῖλον δύναται νὰ συμφωνῇ πρὸς τὸ κόχλον)· φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρὺ Λουκ. Νέρων 6, Φιλόστρ. 128, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 24. κτλ.· πρβλ. [[κοιλοστομία]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοῖλον, τό, [[κοιλότης]], [[κοίλωμα]], Πλάτ. Φαίδων 109Β, κ. ἀλλ.· ἰδίως ὡς τὸ [[κοιλία]], ἐπὶ τῶν ἐν τῷ σώματι κοιλοτήτων, τὰ κ. γαστρὸς Εὐρ. Φοίν. 1411· τὰ κ. τῆς καρδίας, αἱ κοιλίαι αὐτῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 2, κἑξ.· τὸ κ. τῶν νεφρῶν [[αὐτόθι]] 17, 15· τὸ τῶν χειρῶν κ. Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 479Α· τὸ κ. τοῦ ποδὸς Ἱππ. 1153Η, κτλ.· παροιμ., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι, τὰ νῦν: «δείχνω τὴ ῥάχιν μου», «ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων» Ἡσύχ.· τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου Ἱππ. 642. 49., 566. 11· τὰ κοῖλα μόνον, αἱ κοιλότητες τῶν πλευρῶν, αἱ λαγόνες, ὡς τὸ [[κενεών]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 9. 2) ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52. 3) τὰ κοῖλα, τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ πλοίου, Τουρκ. τὸ «ἀμπάρι» (ἴδε ἐν ἀρχ.). 4) τὸ κ., τὸ [[ἔνδοθεν]] θεωρούμενον [[σχῆμα]] τῆς περιφερείας κύκλου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κυρτὸν (τὸ [[ἔξωθεν]] θεωρούμενον), Ἀριστ. Φυσ. 7. 13, 4, Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 10, κ. ἀλλ. | |lstext='''κοῖλος''': η, ον: Αἰολ. κόϊλος, α, ον, Ἀνακρ. 9· ἢ κώϊλος Ἀλκαῖ. 15 (κατὰ τὸν Ahr.)· πρβλ. Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 13. 28, Ἡρῳδιαν. π. π. μον. λέξ. 21. 2, κτλ.· (ἴδε ἐν λέξ. [[κυέω]]). Κοῖλος, ἔχων κοιλότητα, παρ’ Ὁμήρ., τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετ. πλοίων, κοῖλαι [[νῆες]], ― (παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], [[κοίλη]] [[ναῦς]], ἡ [[κοιλία]], τὰ [[κάτω]] μέρη τοῦ πλοίου, τὸ «ἀμπάρι», Ἡρόδ. 8. 119, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6. 19, Δημ. 883. 21· [[οὕτως]], ἡ [[κοίλη]] μόνον, Θεόκρ. 22. 12, Ἀθήν 206C· τὰ κοῖλα Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 107)· οὕτω καὶ ὁ δούρειος [[ἵππος]] καλεῖται κ. [[λόχος]], κ. [[δόρυ]] Ὀδ. Δ. 277, Θ. 507· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ εὐρυχώρου (ὡς [[ἴσως]] προκειμένου περὶ πλοίων), κ. [[σπέος]] Ὀδ. Μ. 93, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 23, Σοφ. Φιλ. 1081· κ. [[κάπετος]], ἐπὶ τάφου, Ἰλ. Ω. 797, πρβλ. Αἴ. 1165, Ἀντ. 1205. Εὐρ. Ἄλκ. 898· ἐπὶ φυτῶν ὄντων ἐντὸς κοίλων, κ.τ.τ., [[νάρθηξ]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52· [[ἄχερδος]] Σοφ. Ο. Κ. 1597· [[κοίλη]] [[φλέψ]], ἴδε ἐν λέξ. [[φλέψ]]· [[σφόνδυλος]] κ. Πλάτ. Πολ. 616D· ― ἐπὶ ἀγγείων, ἀγγήια Ἡρόδ. 4. 2· κρατὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1593· ζύγαστρον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 692· κύλικος… κοῖλον [[κύτος]] Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9, κτλ.· ― κ. ὑποδήματα, ἐξικνούμενα [[μέχρι]] τοῦ μέσου τῆς κνήμης, Αἰλ. π. Ζ. 6. 23· κ. δέμνια, ἐπὶ τῆς κλίνης κενῆς οὔσης, Σοφ. Τρ. 901· ― ἡ [[ἔννοια]] τοῦ κοῖλα κλῇθρα ἐν Ο. Τ. 1261 [[εἶναι]] προφανῶς ἡ αὐτὴ ὡς καὶ ἡ τοῦ κ. σταθμὰ θυράων ἐν Θεοκρ. 24. 15, ἀλλὰ τί [[εἶναι]] τοῦτο διαμένει ἀβέβαιον· ― κ. [[χείρ]], ἐπὶ ἐπαίτου (πρβλ. [[κοιλαίνω]]), Ἀνθ. Π. 12. 212· κ. [[ἱστίον]] [[Πολυδ]]. Α΄, 107· ― [[κοῖλος]] μήν, ἴδε ἐν λέξ. μήν. 2) ἐπὶ τόπων, κείμενος ἐν κοιλώματι ἢ σχηματίζων [[κοίλωμα]], [[κοίλη]] [[Λακεδαίμων]], ἡ κοιλὰς τῆς Λακεδαίμονος, Ὀδ. Δ. 1· κ. Θεσσαλία Ἡρόδ. 7. 129· κ. Ἄργος Σοφ. Ο. Κ. 378, 1387· Αὐλίδος κ. μυχοὶ Εὐρ. Ι. Α. 1600· ― [[οὕτως]] ὡς κύριον [[ὄνομα]], Κοίλη Συρία, ἡ [[χώρα]] ἡ μεταξὺ Λιβάνου καὶ Ἀντιλιβάνου, Πολύβ. 1. 3, 1, κτλ.· τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας, αἱ μεταξὺ Καφηρέως καὶ Γεραιστοῦ ἀκταί, Ἡρόδ. 8. 13· ἡ Κοίλη, ἡ κοιλὰς τοῦ Ἰλισοῦ, ἐν τῷ ΝΔ. μέρει τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 6. 103, Λεξικ. Γεωγρ. 1. σ. 263. β) κ. [[λιμήν]], ἐπὶ λιμένος κειμένου μεταξὺ ὑψηλῶν κρημνῶν, Ὀδ. Κ. 92· κ. [[αἰγιαλός]], [[κολπώδης]] ἀκτή, Χ. 385· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. γ) κ. ὁδός, βαθεῖα ὁδός, Ἰλ. Ν. 419· κ. ἀγυιὰ Πινδ. Ο. 9. 51. δ) κ. [[ποταμός]], σχεδὸν κενὸς ὕδατος, Θουκ. 7. 84 (παρὰ Οὐεργιλίῳ cava flumina crescunt)· τοῦ ποταμοῦ κοίλου ῥυέντος Σωκράτ. παρ’ Ἀθην. 388Α, Αἰλ. π. Ζ. 14. 27· [[ἀλλά]], κ. [[ποταμός]], ἔχων βαθεῖαν κοίτην, 22. 20, 4. ε) τὰ κοῖλα καὶ τὰ [[δασέα]], αἱ φάραγγες αἱ κατάφυτοι μὲ δάση, Ἀριστοφ. Νεφ. 325. 3) κ. [[θάλασσα]], ἅλς, ἡ [[πλήρης]] κοιλοτήτων [[θάλασσα]] δηλ. τρικυμιώδης, Πολύβ. 1. 60, 6, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 595. 4) [[κοῖλος]] ἄργυρος καὶ [[χρυσός]], δηλ. σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ, Θεοπόμπ. Ἱστ. παρὰ Λογγίν. 43. 2, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 25, Λουκ. Ἀλεκτρ. 24, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 68. 5) μεταφορ., ἐπὶ τῆς φωνῆς, βαθὺς καὶ [[ὑπόκωφος]], κόχλον ἑλὼν μυκάσατο κοῖλον Θεόκρ. 22. 75, (ἂν καὶ [[ἐνταῦθα]] τὸ κοῖλον δύναται νὰ συμφωνῇ πρὸς τὸ κόχλον)· φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρὺ Λουκ. Νέρων 6, Φιλόστρ. 128, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 24. κτλ.· πρβλ. [[κοιλοστομία]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοῖλον, τό, [[κοιλότης]], [[κοίλωμα]], Πλάτ. Φαίδων 109Β, κ. ἀλλ.· ἰδίως ὡς τὸ [[κοιλία]], ἐπὶ τῶν ἐν τῷ σώματι κοιλοτήτων, τὰ κ. γαστρὸς Εὐρ. Φοίν. 1411· τὰ κ. τῆς καρδίας, αἱ κοιλίαι αὐτῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 2, κἑξ.· τὸ κ. τῶν νεφρῶν [[αὐτόθι]] 17, 15· τὸ τῶν χειρῶν κ. Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 479Α· τὸ κ. τοῦ ποδὸς Ἱππ. 1153Η, κτλ.· παροιμ., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι, τὰ νῦν: «δείχνω τὴ ῥάχιν μου», «ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων» Ἡσύχ.· τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου Ἱππ. 642. 49., 566. 11· τὰ κοῖλα μόνον, αἱ κοιλότητες τῶν πλευρῶν, αἱ λαγόνες, ὡς τὸ [[κενεών]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 9. 2) ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52. 3) τὰ κοῖλα, τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ πλοίου, Τουρκ. τὸ «ἀμπάρι» (ἴδε ἐν ἀρχ.). 4) τὸ κ., τὸ [[ἔνδοθεν]] θεωρούμενον [[σχῆμα]] τῆς περιφερείας κύκλου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κυρτὸν (τὸ [[ἔξωθεν]] θεωρούμενον), Ἀριστ. Φυσ. 7. 13, 4, Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 10, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> creux :<br /> <b>1</b> <i>propr.</i> creux, cave ; <i>subst.</i> τὸ κοῖλον, le creux ; ἡ κοίλη [[ναῦς]] XÉN l’intérieur <i>ou</i> la cale d’un vaisseau ; κοίλη [[ναῦς]], κοῖλον [[σκάφος]] HDT entrepont d’un navire ; τὸ κοῖλον λιμένος THC renfoncement d’un port;<br /><b>2</b> qui se creuse <i>ou</i> s’enfonce : κοῖλα ὑποδήματα ÉL bottes qui montent jusqu’à mi-jambes ; enfoncé, encaissé, profond ; [[κοῖλος]] [[λιμήν]] OD port encaissé ; κοίλη [[ὁδός]] IL chemin creux, route encaissée ; [[κοῖλος]] [[ποταμός]] THC fleuve encaissé, dont les rives sont hautes ; κοίλη [[Λακεδαίμων]] OD, κοῖλον [[Ἄργος]] SOPH Lacédémone, Argos au site encaissé (dans un terrain montagneux) ; <i>abs.</i> ἡ [[Κοίλη]] HDT la vallée de l’Ilissos dans un enfoncement du sol;<br /><b>3</b> qui se creuse, qui se vide : [[κοῖλος]] [[ποταμός]] ÉL fleuve dont le lit se vide, <i>càd</i> dont les eaux sont basses ; τὰ κοῖλα τῆς Εὐβοίας HDT les récifs de la côte d’Eubée où la mer est basse;<br /><b>II.</b> creusé, travaillé en creux, ciselé.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, concave, creux ; cf. [[κυέω]], [[κῦμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον, Aeol.and Ion. κοίϊλος, prob. in Alc.15.5, Mimn.12.6; κόϊλος, α, ον, Anacr.9 (Comp. -ώτερα), cf. A.D.Pron.87.5, Hdn.Gr.2.927:—
A hollow, Hom.mostly as epith. of ships, κ. νῆες Il.1.26, al. (later κ. ναῦς hold of the ship, Hdt.8.119, X.HG1.6.19, D.32.5; so ἡ κ. alone, Theoc.22.12, Callix.1; τὰ κ. App.BC5.107); κ. λόχος, κ. δόρυ, of the Trojan horse, Od.4.277, 8.507; κ. σπέος 12.93; κ. πέτρα A. Eu.23, S.Ph.1081 (lyr.); κ. κάπετος, of a grave, Il.24.797, S.Aj.1165 (anap.), cf. Ant.1205; κ. τάφρος E.Alc.898 (anap.); κ. νάρθηξ Hes. Op.52; ἄχερδος S.OC1596; κ. φλέψ vena cava, Hp.Loc.Hom.3, Gal. 2.786, 4.668; σφόνδυλος κ. Pl.R.616d; of vessels, ἀγγήϊα Hdt.4.2; κρατήρ S.OC1593; ζύγαστρον Id.Tr.692; κύλικος . . κοῖλον κύτος Pl. Com.189; κ. ἄργυρος καὶ χρυσός silver and gold plate, Theopomp. Hist.283a, cf. S.Fr.378, Arist.Oec.1350b23, etc.; κ. ἐκκοπεύς Gal.10.445; νόμισμα κ. dub. sens. in Numen. ap. Eus.PE11.18; sunk, γράψαι εἰς σανίδα κοῖλα γράμματα SIG1011.15 (Chalcedon, iii/ii B.C.), cf. Longin.Rh.p.199 H. (but κ. γραμμή curved line, Hero Bel.75.15); ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν curved canopy, Rev.Arch.22.63 (Callatis, iii B.C.); κ. ὑποδήματα boots that reach to mid-leg, Ael.NA6.23 (κοῖλα ποσσὶν ὑποδέδεσθε Ezek.Exag.181, cf. Poll.7.84); κ. δέμνια empty bed, S.Tr.901; κ. χείρ, of a beggar, AP12.212 (Strat.); κ. ἱστίον Poll.1.107; κοῖλος μήν short month, Gem.8.3, cf. κοιλοποιέομαι, κοῖλος 11.3: Comp., -ότερος ὁλμοῦ Epich.81. 2 of Places, lying in a hollow or forming a hollow, κ. Λακεδαίμων the vale of L., Od.4.1; κ. Θεσσαλίη Hdt.7.129; κ. Ἄργος S.OC378, 1387; Αὐλίδος κ. μυχοί E. IA1600; κ. τόποι Plb.3.18.10: as pr.n., K. Συρία the district between Lebanon and Anti Lebanon, Id.1.3.1, etc.; τὰ K. τῆς Εὐβοίης Hdt. 8.13; ἡ K. the valley of the Ilissus, name of Attic deme, Id.6.103, etc.: Comp., κοιλότερα τῆς κάτωθεν χώρας Arist.Mete.352b33. b κ. λιμήν harbour lying between high cliffs, Od.10.92; κ. αἰγιαλός embayed beach, 22.385; ἐν τῷ κ. καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Th.7.52. c κ. ὁδός hollow way, Il.23.419; κ. ἄγυια Pi.O.9.34. d κ. ποταμός a river nearly empty of water, Th.7.84; τοῦ ποταμοῦ κοίλου ῥυέντος Socr. ap. Ath.9.388a; but κ. ποταμός with deep bed, Plb.21.37.4. e τὰ κ. καὶ τὰ δασέα ravines grown with copsewood, Ar.Nu.325. 3 κ. ἅλς, θάλασσα, the sea full of hollows, i.e. with a heavy swell on, A.R. 2.595, Plb.1.60.6. 4 κ. νοσήματα internal complaints, Philostr. VA3.44. II metaph., 1 of the voice, hollow, κόχλον ἑλὼν μυκήσατο κοῖλον Theoc.22.75 (though here κοῖλον may agree with κόχλον) ; φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρύ Luc.Ner.6, Philostr.VA3.38; ὁ -ότατος τῶν φθόγγων Aristid.Quint.1.10. 2 Philos., hollow, empty, void of content, αἱ κ. ἐνέργειαι, opp. αἱ ἀμείνους, Herm.in Phdr.p.170A.: more freq.in Comp., κοιλοτέρα θεωρία, ζωή, ib.pp.67,68A.; τὰ -ότερα, opp. τὰ ὑπέρτερα, ib.p.143 A., cf. Dam.Pr.96; χωρῶν πρὸς τὸ κ. ib. 379. 3 ἡμέραν κ. ποιεῖσθαι allow payments to lapse for a day (cf. κοιλαίνω 11.2), BGU1136.5 (i B.C.); οὐδεμίαν δόσιν κ. ποιεῖσθαι ib. 1146.15 (i B.C.). III concave, τὸ κ., opp. τὸ κυρτόν, Arist.Ph. 222b3, EN1102a31; κοῖλα καὶ ἐσέχοντα Philostr.Im.2.20; of military formations, Ascl.Tact.11.1. 2 bending, yielding, κλῇθρα S. OT1262; σταθμὰ θυράων Theoc.24.15. IV Subst. κοῖλον, τό, hollow, cavity, Pl.Phd.109b, al.; esp. of cavities in the body, τὰ κ. γαστρός E.Ph.1411; τὰ κ. [τῆς καρδίας] the ventricles, Arist.HA496a13; τὸ κ. τῶν νεφρῶν ib.497a11; τὸ τῶν χειρῶν κ. Apollod. ap. Ath. 11.479a; τὸ κ. τοῦ . . ποδός Hp.Epid.5.48: prov., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι to show 'a clean pair of heels', Hsch.; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου, Hp.Mul.2.119, Nat.Mul.9 codd. (sed leg. κύλα) ; τὰ κ. alone, hollows of the side, flanks, like κενεών, Arist.HA630a3. 2 κοῖλος· θυρεών, οὐκ ἔχων θύρας, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κοῖλος: η, ον: Αἰολ. κόϊλος, α, ον, Ἀνακρ. 9· ἢ κώϊλος Ἀλκαῖ. 15 (κατὰ τὸν Ahr.)· πρβλ. Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 13. 28, Ἡρῳδιαν. π. π. μον. λέξ. 21. 2, κτλ.· (ἴδε ἐν λέξ. κυέω). Κοῖλος, ἔχων κοιλότητα, παρ’ Ὁμήρ., τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετ. πλοίων, κοῖλαι νῆες, ― (παρὰ τοῖς μετέπειτα, κοίλη ναῦς, ἡ κοιλία, τὰ κάτω μέρη τοῦ πλοίου, τὸ «ἀμπάρι», Ἡρόδ. 8. 119, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6. 19, Δημ. 883. 21· οὕτως, ἡ κοίλη μόνον, Θεόκρ. 22. 12, Ἀθήν 206C· τὰ κοῖλα Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 107)· οὕτω καὶ ὁ δούρειος ἵππος καλεῖται κ. λόχος, κ. δόρυ Ὀδ. Δ. 277, Θ. 507· συχνάκις μετὰ τῆς συγγενοῦς ἐννοίας τοῦ εὐρυχώρου (ὡς ἴσως προκειμένου περὶ πλοίων), κ. σπέος Ὀδ. Μ. 93, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 23, Σοφ. Φιλ. 1081· κ. κάπετος, ἐπὶ τάφου, Ἰλ. Ω. 797, πρβλ. Αἴ. 1165, Ἀντ. 1205. Εὐρ. Ἄλκ. 898· ἐπὶ φυτῶν ὄντων ἐντὸς κοίλων, κ.τ.τ., νάρθηξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52· ἄχερδος Σοφ. Ο. Κ. 1597· κοίλη φλέψ, ἴδε ἐν λέξ. φλέψ· σφόνδυλος κ. Πλάτ. Πολ. 616D· ― ἐπὶ ἀγγείων, ἀγγήια Ἡρόδ. 4. 2· κρατὴρ Σοφ. Ο. Κ. 1593· ζύγαστρον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 692· κύλικος… κοῖλον κύτος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9, κτλ.· ― κ. ὑποδήματα, ἐξικνούμενα μέχρι τοῦ μέσου τῆς κνήμης, Αἰλ. π. Ζ. 6. 23· κ. δέμνια, ἐπὶ τῆς κλίνης κενῆς οὔσης, Σοφ. Τρ. 901· ― ἡ ἔννοια τοῦ κοῖλα κλῇθρα ἐν Ο. Τ. 1261 εἶναι προφανῶς ἡ αὐτὴ ὡς καὶ ἡ τοῦ κ. σταθμὰ θυράων ἐν Θεοκρ. 24. 15, ἀλλὰ τί εἶναι τοῦτο διαμένει ἀβέβαιον· ― κ. χείρ, ἐπὶ ἐπαίτου (πρβλ. κοιλαίνω), Ἀνθ. Π. 12. 212· κ. ἱστίον Πολυδ. Α΄, 107· ― κοῖλος μήν, ἴδε ἐν λέξ. μήν. 2) ἐπὶ τόπων, κείμενος ἐν κοιλώματι ἢ σχηματίζων κοίλωμα, κοίλη Λακεδαίμων, ἡ κοιλὰς τῆς Λακεδαίμονος, Ὀδ. Δ. 1· κ. Θεσσαλία Ἡρόδ. 7. 129· κ. Ἄργος Σοφ. Ο. Κ. 378, 1387· Αὐλίδος κ. μυχοὶ Εὐρ. Ι. Α. 1600· ― οὕτως ὡς κύριον ὄνομα, Κοίλη Συρία, ἡ χώρα ἡ μεταξὺ Λιβάνου καὶ Ἀντιλιβάνου, Πολύβ. 1. 3, 1, κτλ.· τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας, αἱ μεταξὺ Καφηρέως καὶ Γεραιστοῦ ἀκταί, Ἡρόδ. 8. 13· ἡ Κοίλη, ἡ κοιλὰς τοῦ Ἰλισοῦ, ἐν τῷ ΝΔ. μέρει τῶν Ἀθηνῶν, Ἡρόδ. 6. 103, Λεξικ. Γεωγρ. 1. σ. 263. β) κ. λιμήν, ἐπὶ λιμένος κειμένου μεταξὺ ὑψηλῶν κρημνῶν, Ὀδ. Κ. 92· κ. αἰγιαλός, κολπώδης ἀκτή, Χ. 385· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. γ) κ. ὁδός, βαθεῖα ὁδός, Ἰλ. Ν. 419· κ. ἀγυιὰ Πινδ. Ο. 9. 51. δ) κ. ποταμός, σχεδὸν κενὸς ὕδατος, Θουκ. 7. 84 (παρὰ Οὐεργιλίῳ cava flumina crescunt)· τοῦ ποταμοῦ κοίλου ῥυέντος Σωκράτ. παρ’ Ἀθην. 388Α, Αἰλ. π. Ζ. 14. 27· ἀλλά, κ. ποταμός, ἔχων βαθεῖαν κοίτην, 22. 20, 4. ε) τὰ κοῖλα καὶ τὰ δασέα, αἱ φάραγγες αἱ κατάφυτοι μὲ δάση, Ἀριστοφ. Νεφ. 325. 3) κ. θάλασσα, ἅλς, ἡ πλήρης κοιλοτήτων θάλασσα δηλ. τρικυμιώδης, Πολύβ. 1. 60, 6, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 595. 4) κοῖλος ἄργυρος καὶ χρυσός, δηλ. σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ, Θεοπόμπ. Ἱστ. παρὰ Λογγίν. 43. 2, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 25, Λουκ. Ἀλεκτρ. 24, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 68. 5) μεταφορ., ἐπὶ τῆς φωνῆς, βαθὺς καὶ ὑπόκωφος, κόχλον ἑλὼν μυκάσατο κοῖλον Θεόκρ. 22. 75, (ἂν καὶ ἐνταῦθα τὸ κοῖλον δύναται νὰ συμφωνῇ πρὸς τὸ κόχλον)· φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρὺ Λουκ. Νέρων 6, Φιλόστρ. 128, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 24. κτλ.· πρβλ. κοιλοστομία. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοῖλον, τό, κοιλότης, κοίλωμα, Πλάτ. Φαίδων 109Β, κ. ἀλλ.· ἰδίως ὡς τὸ κοιλία, ἐπὶ τῶν ἐν τῷ σώματι κοιλοτήτων, τὰ κ. γαστρὸς Εὐρ. Φοίν. 1411· τὰ κ. τῆς καρδίας, αἱ κοιλίαι αὐτῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 2, κἑξ.· τὸ κ. τῶν νεφρῶν αὐτόθι 17, 15· τὸ τῶν χειρῶν κ. Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 479Α· τὸ κ. τοῦ ποδὸς Ἱππ. 1153Η, κτλ.· παροιμ., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι, τὰ νῦν: «δείχνω τὴ ῥάχιν μου», «ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων» Ἡσύχ.· τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου Ἱππ. 642. 49., 566. 11· τὰ κοῖλα μόνον, αἱ κοιλότητες τῶν πλευρῶν, αἱ λαγόνες, ὡς τὸ κενεών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 9. 2) ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52. 3) τὰ κοῖλα, τὸ κοίλωμα τοῦ πλοίου, Τουρκ. τὸ «ἀμπάρι» (ἴδε ἐν ἀρχ.). 4) τὸ κ., τὸ ἔνδοθεν θεωρούμενον σχῆμα τῆς περιφερείας κύκλου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κυρτὸν (τὸ ἔξωθεν θεωρούμενον), Ἀριστ. Φυσ. 7. 13, 4, Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 10, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
I. creux :
1 propr. creux, cave ; subst. τὸ κοῖλον, le creux ; ἡ κοίλη ναῦς XÉN l’intérieur ou la cale d’un vaisseau ; κοίλη ναῦς, κοῖλον σκάφος HDT entrepont d’un navire ; τὸ κοῖλον λιμένος THC renfoncement d’un port;
2 qui se creuse ou s’enfonce : κοῖλα ὑποδήματα ÉL bottes qui montent jusqu’à mi-jambes ; enfoncé, encaissé, profond ; κοῖλος λιμήν OD port encaissé ; κοίλη ὁδός IL chemin creux, route encaissée ; κοῖλος ποταμός THC fleuve encaissé, dont les rives sont hautes ; κοίλη Λακεδαίμων OD, κοῖλον Ἄργος SOPH Lacédémone, Argos au site encaissé (dans un terrain montagneux) ; abs. ἡ Κοίλη HDT la vallée de l’Ilissos dans un enfoncement du sol;
3 qui se creuse, qui se vide : κοῖλος ποταμός ÉL fleuve dont le lit se vide, càd dont les eaux sont basses ; τὰ κοῖλα τῆς Εὐβοίας HDT les récifs de la côte d’Eubée où la mer est basse;
II. creusé, travaillé en creux, ciselé.
Étymologie: R. Κυ, être enflé, concave, creux ; cf. κυέω, κῦμα.