καταγλωττίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγλωττίζω''': :Παθ. πρκμ. κατεγλώττισμαι:- ἀκολάστως φιλῶ συνάπτων χείλη πρὸς χείλη καὶ γλῶσσαν πρὸς γλῶσσαν, Κωμικ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β', 109:- [[ἐντεῦθεν]], [[μέλος]] κατεγλωττισμένον, ᾆσμα ἀκόλαστον, αἰσχρόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 131, ἴδε τὸ ἑπόμ. (ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ᾆσμα συντεθειμένον διὰ λέξεων σπανίων καὶ ἐξεζητημένων, ὡς τὸ [[λέξις]] κατεγλωττισμένη ἐν Φιλοστρ. 21, Εὐναπ. σ. 99, κλ. πρβλ. [[κατάγλωττος]] ΙΙ). ΙΙ. μεταχειρίζομαι τὴν γλῶσσαν (ἢ ὁμιλῶ) [[ἐναντίον]] ἑτέρου, ψευδῆ κ. τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 380. ΙΙΙ. [[καταγλωττίζω]] τινά, [[καταβάλλω]] αὐτὸν διὰ τῆς γλώσσης, [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὴν πόλιν πεποίηκας [[ὥστε]] νυνὶ ὑπό σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν, «πλήρη γενομένη τῶν σῶν λόγων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 352.
|lstext='''καταγλωττίζω''': :Παθ. πρκμ. κατεγλώττισμαι:- ἀκολάστως φιλῶ συνάπτων χείλη πρὸς χείλη καὶ γλῶσσαν πρὸς γλῶσσαν, Κωμικ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β', 109:- [[ἐντεῦθεν]], [[μέλος]] κατεγλωττισμένον, ᾆσμα ἀκόλαστον, αἰσχρόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 131, ἴδε τὸ ἑπόμ. (ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ᾆσμα συντεθειμένον διὰ λέξεων σπανίων καὶ ἐξεζητημένων, ὡς τὸ [[λέξις]] κατεγλωττισμένη ἐν Φιλοστρ. 21, Εὐναπ. σ. 99, κλ. πρβλ. [[κατάγλωττος]] ΙΙ). ΙΙ. μεταχειρίζομαι τὴν γλῶσσαν (ἢ ὁμιλῶ) [[ἐναντίον]] ἑτέρου, ψευδῆ κ. τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 380. ΙΙΙ. [[καταγλωττίζω]] τινά, [[καταβάλλω]] αὐτὸν διὰ τῆς γλώσσης, [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὴν πόλιν πεποίηκας [[ὥστε]] νυνὶ ὑπό σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν, «πλήρη γενομένη τῶν σῶν λόγων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 352.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> caresser de la langue;<br /><b>2</b> assourdir de sa parole, de ses cris;<br /><b>3</b> exercer sa langue contre, déblatérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατάγλωττος]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγλωττίζω Medium diacritics: καταγλωττίζω Low diacritics: καταγλωττίζω Capitals: ΚΑΤΑΓΛΩΤΤΙΖΩ
Transliteration A: kataglōttízō Transliteration B: kataglōttizō Transliteration C: kataglottizo Beta Code: kataglwtti/zw

English (LSJ)

   A bill, kiss wantonly by joining mouths and tongues, Com.Adesp.882: hence, μέλος κατεγλωττισμένον wanton, lascivious song, Ar.Th.131.    II use the tongue against another, ψευδῆ κ. τινός Id.Ach.380.    III κ. τινά talk one down, hence in Pass., πόλιν ὑπὸ σοῦ κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Id.Eq.352.    IV (γλῶσσα 11.2) in pf. part. Pass., composed of far-fetched words, λέξις Philostr.VA 1.17, Eun.VSp.496.25D.

German (Pape)

[Seite 1342] züngelnd, mit Berührung der Zunge, wollüstig küssen, com. Poll. 2, 109; dah. μέλος θηλυδριῶδες καὶ κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλωτόν (züngelküsserig, Droysen), Ar. Th. 131; – nach Hesych. auch βλασφημεῖν, wie Ar. Aeh. 380 διέβαλλε καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου vrbdt, er redete Lügen von mir; auch τινά, Einen niederreden, ihn zum Schweigen bringen, τἡν πόλιν πεποίηκας ὥςτε νυνὶ ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Equ. 342; immer aber mit Anspielung auf die erste Bdtg. – Aber κατεγλωττισμένη λέξις u. ähnl. ist = in ausgesucht seltenen Wörtern, Philostr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταγλωττίζω: :Παθ. πρκμ. κατεγλώττισμαι:- ἀκολάστως φιλῶ συνάπτων χείλη πρὸς χείλη καὶ γλῶσσαν πρὸς γλῶσσαν, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Β', 109:- ἐντεῦθεν, μέλος κατεγλωττισμένον, ᾆσμα ἀκόλαστον, αἰσχρόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 131, ἴδε τὸ ἑπόμ. (ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ᾆσμα συντεθειμένον διὰ λέξεων σπανίων καὶ ἐξεζητημένων, ὡς τὸ λέξις κατεγλωττισμένη ἐν Φιλοστρ. 21, Εὐναπ. σ. 99, κλ. πρβλ. κατάγλωττος ΙΙ). ΙΙ. μεταχειρίζομαι τὴν γλῶσσαν (ἢ ὁμιλῶ) ἐναντίον ἑτέρου, ψευδῆ κ. τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 380. ΙΙΙ. καταγλωττίζω τινά, καταβάλλω αὐτὸν διὰ τῆς γλώσσης, ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ., τὴν πόλιν πεποίηκας ὥστε νυνὶ ὑπό σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν, «πλήρη γενομένη τῶν σῶν λόγων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 352.

French (Bailly abrégé)

1 caresser de la langue;
2 assourdir de sa parole, de ses cris;
3 exercer sa langue contre, déblatérer.
Étymologie: κατάγλωττος.