φλόμος: Difference between revisions
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
(6_11) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλόμος''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. verbascum, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1, 5· [[ὡσαύτως]] φλομίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 104· καὶ [[πλόμος]], ἴδε ἐν λέξ.· ἀλλὰ [[φλόνος]] (Διοσκ. 4. 104), φλῶμος (Ζωναρ.) φαίνονται [[ἁπλαῖ]] παραφθοραί. ― Ὑπῆρχον δὲ πολλὰ εἴδη γνωστὰ τοῖς παλαιοῖς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 3, Διοσκ. 1. 27., 4. 104, Γαλην., κλπ.· τὰ παχέα καὶ ἐριώδη φύλλα [[αὐτοῦ]] ἐχρησίμευον ὡς θρυαλλίδες λύχνων, [[ὅθεν]] εἶδός τι ἐκαλεῖτο φλομὶς [[λυχνῖτις]] ἢ [[θρυαλλίς]], Διοσκ. 4. 104· ἡ ἀγρία [[φλόμος]] (Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτέρω) κατὰ τὸν Sibthorp νῦν ὀνομάζεται σφάκα ἢ γαδαροσφάκα καὶ [[φλόμος]]. | |lstext='''φλόμος''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. verbascum, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1, 5· [[ὡσαύτως]] φλομίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 104· καὶ [[πλόμος]], ἴδε ἐν λέξ.· ἀλλὰ [[φλόνος]] (Διοσκ. 4. 104), φλῶμος (Ζωναρ.) φαίνονται [[ἁπλαῖ]] παραφθοραί. ― Ὑπῆρχον δὲ πολλὰ εἴδη γνωστὰ τοῖς παλαιοῖς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 3, Διοσκ. 1. 27., 4. 104, Γαλην., κλπ.· τὰ παχέα καὶ ἐριώδη φύλλα [[αὐτοῦ]] ἐχρησίμευον ὡς θρυαλλίδες λύχνων, [[ὅθεν]] εἶδός τι ἐκαλεῖτο φλομὶς [[λυχνῖτις]] ἢ [[θρυαλλίς]], Διοσκ. 4. 104· ἡ ἀγρία [[φλόμος]] (Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτέρω) κατὰ τὸν Sibthorp νῦν ὀνομάζεται σφάκα ἢ γαδαροσφάκα καὶ [[φλόμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σφλόμος]] και [[φλώμος]] Ν, και φλῶμος Μ, και [[φλόνος]] και θηλ. [[φλόμος]], ἡ, ΜΑ, και [[πλόμος]] Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] ειδών [[φυτών]] του γένους βερμπάσκο, αλλ. [[φλομόχορτο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ειδών του γένους [[φλομίς]] και [[ιδίως]] του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού [[επίσης]] ως γαϊδουροασφάκα<br /><b>2.</b> ναρκωτική [[ουσία]] που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά<br /><b>μσν.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰουδαία» — το [[φυτό]] όξυλάπαθον (Ψ <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«[[φλόμος]] Ἰδαῑος» — το [[φυτό]] [[ελένιο]] (<b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. διαφόρων [[φυτών]], άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια στην Ελληνική, όπως υποδεικνύει και η [[ποικιλία]] τών μορφών με τις οποίες απαντά. Η [[αναγωγή]] της λ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b> [[φαλλός]], [[φλέω]], [[φλύω]]) δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. [[σφλόμος]] με</i> προθετικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σκόνη]]: [[κόνις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ (ὁ Dsc.1.28),
A mullein. Verbascum sinuatum, Cratin.325 (lyr.), Eup.14.5 (anap.), Thphr.HP9.12.3, Dsc.4.103 (who distinguishes four kinds, incl. φ. ἀγρία sage of Jerusalem, Phlomis fruticosa); φ. ὁ στενόφυλλος, distd. fr. φ. Ἰδαῖος( = ἑλένιον), Dsc.1.28; cf. πλόμος. 2 φ. Ἰονδαία, = ὀξυλάπαθον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.2.114.
German (Pape)
[Seite 1293] ὁ, Wollkraut, Kerzenkraut, verbascum; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, φλόνος, πλόμος geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit φλόξ, φλογμός zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115.
Greek (Liddell-Scott)
φλόμος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. verbascum, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1, 5· ὡσαύτως φλομίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 104· καὶ πλόμος, ἴδε ἐν λέξ.· ἀλλὰ φλόνος (Διοσκ. 4. 104), φλῶμος (Ζωναρ.) φαίνονται ἁπλαῖ παραφθοραί. ― Ὑπῆρχον δὲ πολλὰ εἴδη γνωστὰ τοῖς παλαιοῖς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 3, Διοσκ. 1. 27., 4. 104, Γαλην., κλπ.· τὰ παχέα καὶ ἐριώδη φύλλα αὐτοῦ ἐχρησίμευον ὡς θρυαλλίδες λύχνων, ὅθεν εἶδός τι ἐκαλεῖτο φλομὶς λυχνῖτις ἢ θρυαλλίς, Διοσκ. 4. 104· ἡ ἀγρία φλόμος (Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτέρω) κατὰ τὸν Sibthorp νῦν ὀνομάζεται σφάκα ἢ γαδαροσφάκα καὶ φλόμος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α
κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών του γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών του γένους φλομίς και ιδίως του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού επίσης ως γαϊδουροασφάκα
2. ναρκωτική ουσία που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά
μσν.
«φλόμος Ἰουδαία» — το φυτό όξυλάπαθον (Ψ Διοσκ.)
αρχ.
«φλόμος Ἰδαῑος» — το φυτό ελένιο (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. διαφόρων φυτών, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια στην Ελληνική, όπως υποδεικνύει και η ποικιλία τών μορφών με τις οποίες απαντά. Η αναγωγή της λ. στην ΙΕ ρίζα bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. φαλλός, φλέω, φλύω) δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. σφλόμος με προθετικό σ-, πρβλ. σκόνη: κόνις.