τριοδίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_3)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριοδίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς [[τριόδους]]· [[καθόλου]], [[ἄνθρωπος]] ὀκνηρὸς καὶ [[χυδαῖος]], [[ἄνθρωπος]] τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, [[Ἑκάτη]] τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. [[τρίμορφος]]. 2) τριοδῖτις [[σοβάς]], ἡ τὰς [[τριόδους]] περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) [[καθόλου]], [[κοινός]], [[χυδαῖος]], πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
|lstext='''τριοδίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς [[τριόδους]]· [[καθόλου]], [[ἄνθρωπος]] ὀκνηρὸς καὶ [[χυδαῖος]], [[ἄνθρωπος]] τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, [[Ἑκάτη]] τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. [[τρίμορφος]]. 2) τριοδῖτις [[σοβάς]], ἡ τὰς [[τριόδους]] περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) [[καθόλου]], [[κοινός]], [[χυδαῖος]], πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] τών τριόδων, [[άνθρωπος]] του δρόμου, [[οκνηρός]] και [[ανυπόληπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ τριοδῑτις</i><br />[[γυναίκα]] του δρόμου, άσεμνη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις [[τριόδους]]<br /><b>2.</b> πυθαγόρεια [[ονομασία]] του αριθμού έξι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐοδίτης Medium diacritics: τριοδίτης Low diacritics: τριοδίτης Capitals: ΤΡΙΟΔΙΤΗΣ
Transliteration A: triodítēs Transliteration B: trioditēs Transliteration C: trioditis Beta Code: triodi/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ,

   A one who frequents cross-roads: τριοδίτας· τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους, AB309; τριοδίτης τριπύλιος, title of Menippean Satire by Varro, Non.p.306L.    II τριοδῖτις, ιδος, ἡ, epith. of Hecate, who was worshipped at the meeting of three ways, Chariclid. 1, cf. Corn.ND 34.    b epith. of the Moon, Plu.2.937f, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.82.    2 σοβὰς τ. street-walker, Ph.1.568.    3 generally, common, vulgar, Μοῦσα Tz.H.12.513.    4 Pythag. name of 6, Anatol. ap.Theol.Ar.37.

Greek (Liddell-Scott)

τριοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ συχνάζων εἰς τὰς τριόδους· καθόλου, ἄνθρωπος ὀκνηρὸς καὶ χυδαῖος, ἄνθρωπος τῶν τριόδων, «τριοδίτας: τοὺς ἐν τῇ τριόδῳ διαλοιδορουμένους» Α. Β. 309, 5. ΙΙ. τριοδῖτις, ιδος, ἡ, ἐπίθετον τῆς Ἑκάτης, ἣ ἐν ταῖς τριόδοις ἐλατρεύετο, Λατ. Trivia, Ἑκάτη τριοδῖτι Χαρικλείδης ἐν «Ἁλύσει» 1, Πλούτ. 2. 937Ε, πρβλ. τρίμορφος. 2) τριοδῖτις σοβάς, ἡ τὰς τριόδους περιερχομένη, Φίλων 1. 568. 3) καθόλου, κοινός, χυδαῖος, πρόστυχος, «τοῦ δρόμου», Λατ. trivialis, Μούσης τῆς τριοδίτιδος Τζέτζ. Ἱστ. 12, 513. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ
1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος του δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος
2. το θηλ. ἡ τριοδῑτις
γυναίκα του δρόμου, άσεμνη
αρχ.
το θηλ.
1. προσωνυμία της Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους
2. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού έξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίοδος + κατάλ. -ίτης].