Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλέκω''': Ἐπ. ἐνιπλέκω: μέλλ. -ξω, [[πλέκω]] τι [[ἐντός]] τινος, [[περιπλέκω]], Λατ. implicare, χεῖρα ἐμπλ., [[περιπλέκω]] τὴν χεῖρα εἰς τὰ ἐνδύματά τινος, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ τὸν συγκρατῶ, Εὐρ. Ὀρ. 262· ἐς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν παῖδα [[αὐτόθι]] 1421· μεταφ., θέτω τι [[ὁμοῦ]] μὲ [[ἄλλο]], [[συμπλέκω]], [[συνδέω]], οὐ γὰρ ἂν τῇ καλλίστῃ τέχνῃ, ᾗ τὸ μέλλον κρίνεται, αὐτὸ τοῦτο [[τοὔνομα]] ἐμπλέκοντες μανικὴν ἐκάλεσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 244C· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ ξυγκυκῶντες ὁ αὐτ. Νόμ. 669D· ἐμπλ. τὴν ἡδονὴν εἰς τὴν εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2· ποίῃ ἐνιπλέξω σε (ἐνν. ἀοιδῇ); Καλλίμ. εἰς Δῆλ. 29· ἐμπλ. τινὰ εἰς φιλίαν τινὸς Πολύβ. 27. 6, 11. - Παθ., ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι εἴς τι, πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη Σοφ. Ο. Τ. 1264· ἡνίαισιν ἐμπλακεὶς Εὐρ. Ἱππ. 1236· ἐν δεσμοῖσιν ἐμπεπλεγμένη Ἀριστοφ. Θεσμ. 1032· εἰς [[δίκτυον]] ἄτης ἐμπλεχθήσεσθε Αἰσχύλ. Πρ. 1079: - μεταφ., ἐν πόνοις, ἐν κακοῖς ἐμπλακῆναι, περιπλακῆναι, περιπεσεῖν..., Πλάτ. Νόμ. 814Ε, Ἰσοκρ. 181Ε· εἰς τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν Πολύβ. 1. 17, 3: - συσχετίζομαι μετά τινος, [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις, Πτολεμαῖος ὁ [[βασιλεύς]], βουλόμενος ἐμπλέκεσθαι τῷ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνει, διεπέμψατο πρεσβευτήν, κτλ., ὁ αὐτ. 25. 7, 1· «᾿μπλέκω», ἐμπλακεὶς δέ... τινὶ γυναικὶ καὶ ποιήσας αὐτὴν ἔγκυον Διόδ. 19. 2. 2) μεταφ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. dolos nectere, [[ἐξυφαίνω]] τι πανούργως, ἐμπλέκειν αἰνίγματα Αἰσχύλ. Πρ. 610· ἐμπλ. πλοκὰς Εὐρ. Ι. Α. 936.
|lstext='''ἐμπλέκω''': Ἐπ. ἐνιπλέκω: μέλλ. -ξω, [[πλέκω]] τι [[ἐντός]] τινος, [[περιπλέκω]], Λατ. implicare, χεῖρα ἐμπλ., [[περιπλέκω]] τὴν χεῖρα εἰς τὰ ἐνδύματά τινος, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ τὸν συγκρατῶ, Εὐρ. Ὀρ. 262· ἐς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν παῖδα [[αὐτόθι]] 1421· μεταφ., θέτω τι [[ὁμοῦ]] μὲ [[ἄλλο]], [[συμπλέκω]], [[συνδέω]], οὐ γὰρ ἂν τῇ καλλίστῃ τέχνῃ, ᾗ τὸ μέλλον κρίνεται, αὐτὸ τοῦτο [[τοὔνομα]] ἐμπλέκοντες μανικὴν ἐκάλεσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 244C· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ ξυγκυκῶντες ὁ αὐτ. Νόμ. 669D· ἐμπλ. τὴν ἡδονὴν εἰς τὴν εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2· ποίῃ ἐνιπλέξω σε (ἐνν. ἀοιδῇ); Καλλίμ. εἰς Δῆλ. 29· ἐμπλ. τινὰ εἰς φιλίαν τινὸς Πολύβ. 27. 6, 11. - Παθ., ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι εἴς τι, πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη Σοφ. Ο. Τ. 1264· ἡνίαισιν ἐμπλακεὶς Εὐρ. Ἱππ. 1236· ἐν δεσμοῖσιν ἐμπεπλεγμένη Ἀριστοφ. Θεσμ. 1032· εἰς [[δίκτυον]] ἄτης ἐμπλεχθήσεσθε Αἰσχύλ. Πρ. 1079: - μεταφ., ἐν πόνοις, ἐν κακοῖς ἐμπλακῆναι, περιπλακῆναι, περιπεσεῖν..., Πλάτ. Νόμ. 814Ε, Ἰσοκρ. 181Ε· εἰς τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν Πολύβ. 1. 17, 3: - συσχετίζομαι μετά τινος, [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις, Πτολεμαῖος ὁ [[βασιλεύς]], βουλόμενος ἐμπλέκεσθαι τῷ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνει, διεπέμψατο πρεσβευτήν, κτλ., ὁ αὐτ. 25. 7, 1· «᾿μπλέκω», ἐμπλακεὶς δέ... τινὶ γυναικὶ καὶ ποιήσας αὐτὴν ἔγκυον Διόδ. 19. 2. 2) μεταφ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. dolos nectere, [[ἐξυφαίνω]] τι πανούργως, ἐμπλέκειν αἰνίγματα Αἰσχύλ. Πρ. 610· ἐμπλ. πλοκὰς Εὐρ. Ι. Α. 936.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. ao. Pass.</i> [[ἐμπλακείς]];<br />enlacer ; αἰνίγματα ESCHL parler par énigmes embrouillées ; <i>Pass.</i> être enlacé : ἡνίαισιν EUR dans des rênes ; <i>fig.</i> [[ἐν]] κακοῖς ISOCR être engagé dans des maux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πλέκω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλέκω Medium diacritics: ἐμπλέκω Low diacritics: εμπλέκω Capitals: ΕΜΠΛΕΚΩ
Transliteration A: emplékō Transliteration B: emplekō Transliteration C: empleko Beta Code: e)mple/kw

English (LSJ)

Ep. ἐνιπλέκω, pf.

   A ἐμπέπλεχα Hp. Oss. 17, ἐμπέπλεκα Call.Iamb.1.352, v.l. in Hp.l.c.: fut. Pass. ἐμπλᾰκήσομαι LXXPr.28.18:—plait or weave in, entwine, χεῖρα ἐ. entwine one's hand in another's clothes, so as to hold him, E.Or.262; εἰς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν παῖδα ib. 1421 (lyr.); τῇ καλλίστῃ τέχνῃ τοὔνομα ἐ. connect the name with... Pl.Phdr.244c; ποιηταὶ τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες Id.Lg.669d; ἐ. τὴν ἡδονὴν εἰς τὴν εὐδαιμονίαν Arist.EN1153b15; ποίῃ ἐνιπλέξω σε (sc. ἀοιδῇ); Call.Del.29; ἐ. τινὰ εἰς φιλίαν τινός Plb.27.7.11 :—Pass., to be entangled in a thing, πλεκταῖσιν αἰώραισιν ἐμπεπλεγμένην S.OT1264; ἡνίαισιν ἐμπλακείς E.Hipp.1236; ἐν δεσμοῖσιν ἐμπεπλεγμένη Ar.Th.1032; εἰς δίκτυον ἄτης ἐμπλεχθήσεσθε A.Pr.1079: metaph., to be involved, ἐν πόνοις, ἐν κακοῖς ἐμπλακῆναι, Pl.Lg.814e, Isoc.8.112; εἰς ἀσχολίας βαθυτέρας τῶν ἐγκυκλίων Epicur.Ep.1p.35U.; εἰς τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν Plb.1.17.3; form a connexion with, ἔθνει Id.24.6.1; γυναικὶ ἐμπλακείς D.S. 19.2; εἴς τινα Vett. Val.118.4; of troops, to be incorporated with hoplites, Ascl. Tact.6.1; but also ἐμπλεκέντες τινί having had a scuffle with .., PTeb.39.17 (ii B.C.).    2 metaph., weave by subtle art, ἐ. αἰνίγματα A.Pr.610; ἐ. πλοκάς E.IA936.

German (Pape)

[Seite 814] einflechten, verflechten, verwickeln; εἰς ἀπέραντον δίκτυον ἄτης ἐμπλεχθήσεσθε Aesch. Prom. 1081; οὐκ ἐμπλέκων αἰνίγματα 643; πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη Soph. O. R. 1264; ἡνίαισιν ἐμπλακείς Eur. Hipp. 1236; ἐν πυκνοῖς δεσμοῖσιν Ar. Thesm. 1032; Plat. u. Sp.; vom Flechten der Haare, Ath. XII, 525 e; von Kränzen, Theocr. 3, 23. Auch übertr., ἐν βιαίοις ἐμπλακέντων πόνοις σωμάτων Plat. Legg. VII, 814 b; ἐν τοσούτοις κακοῖς Isocr. 8, 112; ἐς φιλίαν τινός Pol. 27, 6, 11; γυναικὶ ἐμπλέκεσθαι, sich mit einem Weibe einlassen, D. Sic. 18, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλέκω: Ἐπ. ἐνιπλέκω: μέλλ. -ξω, πλέκω τι ἐντός τινος, περιπλέκω, Λατ. implicare, χεῖρα ἐμπλ., περιπλέκω τὴν χεῖρα εἰς τὰ ἐνδύματά τινος, οὕτως ὥστε νὰ τὸν συγκρατῶ, Εὐρ. Ὀρ. 262· ἐς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν παῖδα αὐτόθι 1421· μεταφ., θέτω τι ὁμοῦ μὲ ἄλλο, συμπλέκω, συνδέω, οὐ γὰρ ἂν τῇ καλλίστῃ τέχνῃ, ᾗ τὸ μέλλον κρίνεται, αὐτὸ τοῦτο τοὔνομα ἐμπλέκοντες μανικὴν ἐκάλεσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 244C· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ ξυγκυκῶντες ὁ αὐτ. Νόμ. 669D· ἐμπλ. τὴν ἡδονὴν εἰς τὴν εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2· ποίῃ ἐνιπλέξω σε (ἐνν. ἀοιδῇ); Καλλίμ. εἰς Δῆλ. 29· ἐμπλ. τινὰ εἰς φιλίαν τινὸς Πολύβ. 27. 6, 11. - Παθ., ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι εἴς τι, πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένη Σοφ. Ο. Τ. 1264· ἡνίαισιν ἐμπλακεὶς Εὐρ. Ἱππ. 1236· ἐν δεσμοῖσιν ἐμπεπλεγμένη Ἀριστοφ. Θεσμ. 1032· εἰς δίκτυον ἄτης ἐμπλεχθήσεσθε Αἰσχύλ. Πρ. 1079: - μεταφ., ἐν πόνοις, ἐν κακοῖς ἐμπλακῆναι, περιπλακῆναι, περιπεσεῖν..., Πλάτ. Νόμ. 814Ε, Ἰσοκρ. 181Ε· εἰς τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν Πολύβ. 1. 17, 3: - συσχετίζομαι μετά τινος, ἔρχομαι εἰς σχέσεις, Πτολεμαῖος ὁ βασιλεύς, βουλόμενος ἐμπλέκεσθαι τῷ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνει, διεπέμψατο πρεσβευτήν, κτλ., ὁ αὐτ. 25. 7, 1· «᾿μπλέκω», ἐμπλακεὶς δέ... τινὶ γυναικὶ καὶ ποιήσας αὐτὴν ἔγκυον Διόδ. 19. 2. 2) μεταφ., ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. dolos nectere, ἐξυφαίνω τι πανούργως, ἐμπλέκειν αἰνίγματα Αἰσχύλ. Πρ. 610· ἐμπλ. πλοκὰς Εὐρ. Ι. Α. 936.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Pass. ἐμπλακείς;
enlacer ; αἰνίγματα ESCHL parler par énigmes embrouillées ; Pass. être enlacé : ἡνίαισιν EUR dans des rênes ; fig. ἐν κακοῖς ISOCR être engagé dans des maux.
Étymologie: ἐν, πλέκω.