καδίσκος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰδίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κάδος]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16. ΙΙ. [[κάλπη]]: ἐν ἐγκληματικαῖς δίκαις ὑπῆρχον συνήθως δύο καδίσκοι, εἰς οὓς οἱ δικασταὶ ἔρριπτον τὰς ψήφους, εἰς τὴν μίαν τὰς καταδικαστικὰς καὶ εἰς τὴν [[ἄλλην]] τὰς μὴ τοιαύτας, ὁ [[καδίσκος]] δέ σοι ὁ μὲν ἀπολύων [[οὗτος]], ὁ δ’ ἀπολλὺς ὁδὶ Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσίαν 133. 12, Λυκοῦργ. 169. 12, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κημός]])· - ἀλλ’ ἐν πολιτικαῖς ὑποθέσεσιν [[ὁσάκις]] ζήτημά τι ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ ἐπιδεχόμενον πλείονας λύσεις τῶν δύο, ἐτοποθετεῖτο [[ἀνάλογος]] [[ἀριθμὸς]] καδίσκων, π. χ. [[τέσσαρες]], Δημ. 1053. 3, πρβλ Schömann εἰς Ἰσαῖον περὶ τοῦ Ἁγνίου § 21· - πρβλ. [[κάδδιχος]]. - Καθ’ Ἡσύχ: «καδίσκοι· σιπύαι, εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον». | |lstext='''κᾰδίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κάδος]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16. ΙΙ. [[κάλπη]]: ἐν ἐγκληματικαῖς δίκαις ὑπῆρχον συνήθως δύο καδίσκοι, εἰς οὓς οἱ δικασταὶ ἔρριπτον τὰς ψήφους, εἰς τὴν μίαν τὰς καταδικαστικὰς καὶ εἰς τὴν [[ἄλλην]] τὰς μὴ τοιαύτας, ὁ [[καδίσκος]] δέ σοι ὁ μὲν ἀπολύων [[οὗτος]], ὁ δ’ ἀπολλὺς ὁδὶ Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσίαν 133. 12, Λυκοῦργ. 169. 12, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κημός]])· - ἀλλ’ ἐν πολιτικαῖς ὑποθέσεσιν [[ὁσάκις]] ζήτημά τι ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ ἐπιδεχόμενον πλείονας λύσεις τῶν δύο, ἐτοποθετεῖτο [[ἀνάλογος]] [[ἀριθμὸς]] καδίσκων, π. χ. [[τέσσαρες]], Δημ. 1053. 3, πρβλ Schömann εἰς Ἰσαῖον περὶ τοῦ Ἁγνίου § 21· - πρβλ. [[κάδδιχος]]. - Καθ’ Ἡσύχ: «καδίσκοι· σιπύαι, εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κάδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κάδος, Cratin.193, Stratt.22, BCH 35.286 (ii B.C.), Ph.2.89, Gal.11.555. II voting-urn used in lawcourts, ὁ δὲ κ. . . ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί Phryn.Com.32, cf. Ar.V.853, Lys.13.37, Lycurg.149; καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον (in a civil cause), D.43.10, cf. Is.11.21.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, dasselbe, Stimmurne, εἰς ὃ ἐψηφοφόρουν οἱ δικασταί, VLL.; vgl. Schol. Ar. Vesp. 320. 981; oft bei den Rednern, Lys. 13, 37 Is. 11, 21; τοὺς καδίσκους τιθέναι Dem. 59, 90; Sp., τοὺς καδίσκους ἀνατρεπόντων ἢ τὰς ψήφους ἁρπαζόντων D. Hal. 10, 39.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰδίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κάδος, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 16. ΙΙ. κάλπη: ἐν ἐγκληματικαῖς δίκαις ὑπῆρχον συνήθως δύο καδίσκοι, εἰς οὓς οἱ δικασταὶ ἔρριπτον τὰς ψήφους, εἰς τὴν μίαν τὰς καταδικαστικὰς καὶ εἰς τὴν ἄλλην τὰς μὴ τοιαύτας, ὁ καδίσκος δέ σοι ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ’ ἀπολλὺς ὁδὶ Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσίαν 133. 12, Λυκοῦργ. 169. 12, κτλ. (ἴδε ἐν λ. κημός)· - ἀλλ’ ἐν πολιτικαῖς ὑποθέσεσιν ὁσάκις ζήτημά τι ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ ἐπιδεχόμενον πλείονας λύσεις τῶν δύο, ἐτοποθετεῖτο ἀνάλογος ἀριθμὸς καδίσκων, π. χ. τέσσαρες, Δημ. 1053. 3, πρβλ Schömann εἰς Ἰσαῖον περὶ τοῦ Ἁγνίου § 21· - πρβλ. κάδδιχος. - Καθ’ Ἡσύχ: «καδίσκοι· σιπύαι, εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν. καὶ τὰ ἀγγεῖα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.
Étymologie: dim. de κάδος.