καταλλακτικός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />d’esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]]. | |btext=ή, όν :<br />d’esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταλλακτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταλλάσσω]]<br />ο [[ικανός]] για [[συνδιαλλαγή]], [[ειρηνευτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A easy to reconcile, placable, Arist. EE1222b2, Rh.1367b17 (Comp.): c. dat., κ. τοῖς ὑπηκόοις prob. in Muson.Fr.33p.122H.
German (Pape)
[Seite 1360] ή, όν, zum Aussöhnen geeignet u. geschickt, Arist. eud. 2, 6; – καταλλακτικώτερος, verträglicher, Arist. rhet. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
καταλλακτικός: -ή, -όν, εὔκολος πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, εὐδιάλλακτος, εὐκατάλλακτος, Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’esprit conciliant;
Cp. καταλλακτικώτερος.
Étymologie: καταλλάσσω.
Greek Monolingual
καταλλακτικός, -ή, -όν (Α) καταλλάσσω
ο ικανός για συνδιαλλαγή, ειρηνευτικός.