τάβλα: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>= lat.</i> tabula, <i>particul.</i> pour le jeu de dés.
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>= lat.</i> tabula, <i>particul.</i> pour le jeu de dés.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ταῡλα Μ, και τάβλη Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σανίδα]] με αρκετό [[πάχος]]<br /><b>2.</b> χαμηλό στενόμακρο [[τραπέζι]] (α. «[[βάλε]] του [[τάβλα]] να γευτεί, χρυσό [[σκαμνί]] να κάτσει», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «κι ως να γυρίστε, η [[τάβλα]] έτοιμη θά 'ναι», Ζερβ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τραγούδια της τάβλας»<br /><b>(λαογρ.)</b> επιτραπέζια τραγούδια που τραγουδιούνται σε συμπόσια ή γιορτές<br />β) «έγινε [[τάβλα]] [στο [[μεθύσι]]]» — μέθυσε [[τελείως]], έγινε [[στουπί]]<br />γ) «έχω [[τάβλα]] [[σήμερα]]»<br /><b>(διαλ.)</b> έχω προσκεκλημένους σε [[γεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αβακας, [[αβάκιο]]<br /><b>2.</b> [[επιφάνεια]] [[πάνω]] στην οποία έπαιζαν τους κύβους, τα ζάρια<br /><b>3.</b> [[είδος]] παιχνιδιού<br /><b>4.</b> [[επιγραφή]], [[ταμπέλα]]<br /><b>5.</b> [[σημείο]], [[μάρκα]] με την [[επίδειξη]] της οποίας έπαιρνε [[κανείς]] [[μερίδιο]] [[κατά]] τη [[διανομή]] σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tabula</i> «[[πινακίδα]], ξύλινη [[πλάκα]], [[κατάλογος]], [[επιστολή]]»].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάβλα Medium diacritics: τάβλα Low diacritics: τάβλα Capitals: ΤΑΒΛΑ
Transliteration A: tábla Transliteration B: tabla Transliteration C: tavla Beta Code: ta/bla

English (LSJ)

(so BGU 1079.29 (i A.D.)) or τάβλη, ἡ, = Lat.

   A tabula, ἀπὸ χαλκῆς τάβλης Wilcken Chr.460.15 (ii A.D.), cf. BGU780.15 (ii A.D.); dice-table, acc. τάβλην AP9.482.27 (Agath.), but τάβλαν ib. 767 lemma; acc. τάβλαν, of a mummy-label, Wilcken Chr.499.5 (ii/ iii A.D.); acc. pl. τάβλας, of corn-distribution tokens, Sammelb.4514 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1063] ἡ, das Spiel- od. Würfelbrett, aus dem lat. tabula gebildet, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τάβλα: ἢ τάβλη, ἡ, = τῷ Λατ. tabula, ἄβαξ, ἀβάκιον κυβευτικόν, νῦν «τάβλι», τό, Ἀνθ. Π. 9. 482, 27., 9. 767, Ἀπολλών. Ἐφέσ. 1385Α, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
= lat. tabula, particul. pour le jeu de dés.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ταῡλα Μ, και τάβλη Α
νεοελλ.
1. σανίδα με αρκετό πάχος
2. χαμηλό στενόμακρο τραπέζι (α. «βάλε του τάβλα να γευτεί, χρυσό σκαμνί να κάτσει», δημ. τραγούδι
β. «κι ως να γυρίστε, η τάβλα έτοιμη θά 'ναι», Ζερβ.)
3. φρ. α) «τραγούδια της τάβλας»
(λαογρ.) επιτραπέζια τραγούδια που τραγουδιούνται σε συμπόσια ή γιορτές
β) «έγινε τάβλα [στο μεθύσι]» — μέθυσε τελείως, έγινε στουπί
γ) «έχω τάβλα σήμερα»
(διαλ.) έχω προσκεκλημένους σε γεύμα
αρχ.
1. αβακας, αβάκιο
2. επιφάνεια πάνω στην οποία έπαιζαν τους κύβους, τα ζάρια
3. είδος παιχνιδιού
4. επιγραφή, ταμπέλα
5. σημείο, μάρκα με την επίδειξη της οποίας έπαιρνε κανείς μερίδιο κατά τη διανομή σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabula «πινακίδα, ξύλινη πλάκα, κατάλογος, επιστολή»].