ἐπάρατος: Difference between revisions
ὁποία δ' ἦν αὕτη ἡ παίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />maudit : ὃ ἐπάρατον [[ἦν]] μὴ οἰκεῖν THC qu’il était interdit d’habiter sous peine de malédiction.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀράομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />maudit : ὃ ἐπάρατον [[ἦν]] μὴ οἰκεῖν THC qu’il était interdit d’habiter sous peine de malédiction.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀράομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπάρατος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απαίσιος]], [[φοβερός]], [[μισητός]]<br />(«η επάρατη [[κατοχή]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επικατάρατος]], [[καταραμένος]], βεβαρημένος με αρά, με [[κατάρα]] («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», <b>Θουκ.</b><br />«τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... [[εἶναι]]», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[άρατος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αρώμαι]] «[[προσεύχομαι]], [[παρακαλώ]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, (ἐπαράομαι)
A accursed, laid under a curse, ἐ. ποιεῖσθαι Th.8.97; ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν which it was accursed to inhabit, Id.2.17; τῷ δὲ ἐπάρατον τύχην [γενέσθαι] Pl.Lg.877a; of persons, Arist.(?) Fr.148, Ev.Jo.7.49, J.AJ6.6.3: Sup., γενεά Ph.1.516; used in imprecations on those who violated graves, CIG2824 (Aphrodisias), etc.
German (Pape)
[Seite 904] verwünscht, verflucht, τύχη καὶ συμφορά Plat. Legg. IX, 877 a; ὃ καὶ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν, es war ein Fluch darauf gesetzt, daß Keiner da wohnen sollte, Thuc. 2, 17; ἐπάρατον ἐποιήσατο, = ἐπηράσατο, 8, 97 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάρᾱτος: -ον, (ἐπαράομαι) κατάρατος, ἐπικατάρατος, ἀρᾷ ἐνεχόμενος, ἐπ. τινα ποιεῖσθαι Θουκ. 8. 97· ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν, περὶ τοῦ Πελασγικοῦ, περὶ οὗ ὑπῆρχε κατάρα νὰ μὴ τὸ κατοικήσῃ τις, ὁ αὐτὸς 2. 17· τῷ δὲ ἐπάρατον τύχην γενέσθαι Πλάτ. Νόμοι 877Α· ἐπὶ καταρῶν κατὰ τῶν τυμβωρύχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2824, 2826, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
maudit : ὃ ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν THC qu’il était interdit d’habiter sous peine de malédiction.
Étymologie: ἐπί, ἀράομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπάρατος, -ον)
νεοελλ.
απαίσιος, φοβερός, μισητός
(«η επάρατη κατοχή»)
αρχ.-μσν.
επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ.
«τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρατος (< αρώμαι «προσεύχομαι, παρακαλώ»)].