σκαλμός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cheville où l’on fixe la rame au plat-bord du navire.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />cheville où l’on fixe la rame au plat-bord du navire.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ, και [[σκαρμός]], Ν<br /><b>ναυτ.</b> μικρή κυλινδρική [[ράβδος]] από [[ξύλο]] ή [[μέταλλο]], στερεωμένη κατακόρυφα στην [[κουπαστή]] βάρκας, στο ελεύθερο άνω [[άκρο]] της οποίας προσδένεται με [[τροπωτήρα]] το [[κουπί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ψαριού Synodus saurus<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίκρανος]] [ή [[δικρανωτός]]] [[σκαλμός]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[σκαλμός]] του οποίου το άνω [[άκρο]], που εξέχει, καταλήγει σε [[διχάλα]] [[μέσα]] στην οποία στηρίζεται και περιστρέφεται το [[κουπί]] [[κατά]] την [[κωπηλασία]]<br />β) «σκαρμοί της πόστας»<br /><b>ναυτ.</b> οι σταμίνες πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκαλμὸς [[θρανίτης]]» — [[κάθισμα]] ερετών, κωπηλατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος που αναφέρεται στην [[τεχνική]] κατασκευής τών κουπιών και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>skl</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[κόβω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σκάλλω]]) με κατάλ. -<i>μός</i>. Η λ. φαίνεται να συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που δηλώνουν, [[επίσης]], εργαλεία<br /><b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>skalm</i> «[[αιχμή]] δικράνου», ολλ. <i>schalm</i> «λεπτή [[σανίδα]]», αγγλ. <i>helm</i> «[[λαβή]] πηδαλίου». Ο νεοελλ. τ. [[σκαρμός]] με</i> ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>-].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α [[σκάλλω]]<br />το [[σκάλισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A pin or thole to which the Greek oar was fastened by the τροπωτήρ, h.Hom.7.42, A.Pers.376, E.Hel.1598, IT1347; ὑπομόχλιον ὁ σ. γίνεται Arist.Mech.850b11; κατὰ σκαλμὸν ἐρέσσειν (opp. paddle) Arr.Ind.27.5:—of the πριαπίσκος in the βάθρον Ἱπποκράτους, Ruf. ap. Orib.49.26.6. II σ. θρανίτης a bank or bench of rowers, Plb.16.3.4. III = σκαλισμός 1, POxy.1631.12 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, der Pflock am Seitenbord des Schiffes, od. das Lager, worauf das Ruder ruht u. angebunden wird, der Dallen; τρωποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον, Aesch. Pers. 368; ἐπὶ σκαλμῶν πλάτας ἄγοντες, Eur. I. T. 1347; Hel. 1614; in Prosa, Pol. 16, 3, 4; vgl. Böckh Att. Seew.
Greek (Liddell-Scott)
σκαλμός: ὁ, τὸ ξύλον ἢ πασσαλίσκος πρὸς ὃν παρ’ Ἕλλησιν ἡρμοζετο ἡ κώπη διὰ τοῦ τροπωτῆρος, «σκαρμός», Λατιν. scalmus, paxillus, Ὕμν. Ὁμ. 6. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 376, Εὐρ. Ἑλ. 1598, Ι. Τ. 1347· ὑπομόχλιον ὁ σκ. γίνεται Ἀριστ. Μηχαν. 4, 1. ΙΙ. σκ. θρανίτης, κάθισμα ἐρετῶν, Πολύβ. 16. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cheville où l’on fixe la rame au plat-bord du navire.
Étymologie: σκάλλω.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν
ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο της οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί
νεοελλ.
1. ζωολ. κοινή ονομασία του ψαριού Synodus saurus
2. φρ. α) «δίκρανος [ή δικρανωτός] σκαλμός»
ναυτ. μεταλλικός σκαλμός του οποίου το άνω άκρο, που εξέχει, καταλήγει σε διχάλα μέσα στην οποία στηρίζεται και περιστρέφεται το κουπί κατά την κωπηλασία
β) «σκαρμοί της πόστας»
ναυτ. οι σταμίνες πλοίου
αρχ.
φρ. «σκαλμὸς θρανίτης» — κάθισμα ερετών, κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που αναφέρεται στην τεχνική κατασκευής τών κουπιών και έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα skl- της ΙΕ ρίζας (s)kel- «κόβω» (βλ. και λ. σκάλλω) με κατάλ. -μός. Η λ. φαίνεται να συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών που δηλώνουν, επίσης, εργαλεία
πρβλ. αρχ. νορβ. skalm «αιχμή δικράνου», ολλ. schalm «λεπτή σανίδα», αγγλ. helm «λαβή πηδαλίου». Ο νεοελλ. τ. σκαρμός με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].———————— (II)
ὁ, Α σκάλλω
το σκάλισμα.