σκέπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(Bailly1_4)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />abri, couverture.<br />'''Étymologie:''' [[σκεπάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />abri, couverture.<br />'''Étymologie:''' [[σκεπάζω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from a derivative of skepas (a [[covering]]; [[perhaps]] [[akin]] to the [[base]] of [[σκοπός]] [[through]] the [[idea]] of noticeableness); [[clothing]]: [[raiment]].
}}
}}

Revision as of 17:43, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπασμα Medium diacritics: σκέπασμα Low diacritics: σκέπασμα Capitals: ΣΚΕΠΑΣΜΑ
Transliteration A: sképasma Transliteration B: skepasma Transliteration C: skepasma Beta Code: ske/pasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a covering, τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt.279d; of a cap or shoe, Id.Lg.942d; of clothing generally, Arist.Pol.1336a17; also ὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA687b24; covering membrane, Id.GA780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου σ., in plants, Id.de An.412b2; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph.1043a32.

German (Pape)

[Seite 892] τό, = σκέπη, σκέπας, im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..

Greek (Liddell-Scott)

σκέπασμα: τό, (σκεπάζω) κάλυμμα, σκέπασμα, τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ καθόλου, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· ὡσαύτως, ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· οἰκία σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri, couverture.
Étymologie: σκεπάζω.

English (Strong)

from a derivative of skepas (a covering; perhaps akin to the base of σκοπός through the idea of noticeableness); clothing: raiment.