ὑβριστικός: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />porté à qqe excès :<br /><b>1</b> qui s’abandonne à des excès ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, <i>à Argos</i>;<br /><b>2</b> insolent, arrogant <i>ou</i> violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l’insolence <i>ou</i> à la violence;<br /><i>Sp.</i> ὑβριστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑβρίζω]]. | |btext=ή, όν :<br />porté à qqe excès :<br /><b>1</b> qui s’abandonne à des excès ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, <i>à Argos</i>;<br /><b>2</b> insolent, arrogant <i>ou</i> violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l’insolence <i>ou</i> à la violence;<br /><i>Sp.</i> ὑβριστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑβρίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑβριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑβρίζω]]<br />(για [[λόγια]] ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, [[προσβλητικός]] (α. «υβριστική [[συμπεριφορά]]» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.<br />γ. «ὑβριστικὴ [[διήγησις]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[θρασύς]], [[αυθάδης]] ή [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> (για φυτά και [[κυρίως]] για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη [[ανάπτυξη]] («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῡ ἧρος δεῑ τμηθῆναι», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑβριστικόν</i><br />[[αυθάδεια]], [[αναίδεια]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Ὑβριστικά</i><br />[[γιορτή]] τών Αργείων σε [[ανάμνηση]] της Τηλεσίλλης, [[γιορτή]] [[κατά]] την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη [[θρασύτητα]] και [[αυθάδεια]] και τα οποία αποτελούν [[προσβολή]] για τον αποδέκτη τους (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υβριστικώς]] / <i>ὑβριστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υβριστικά</i> Ν<br />με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[αναίδεια]], με [[αυθάδεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A given to wantonness, insolent, outrageous, of persons, Pl.Cra.396b, etc.; of words, acts, etc., ἔπος Id.Phdr.252b; ὑ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολή Aeschin.3.238; ὑ. διάθεσις Arist.Rh.1385b31; ὑ. ἀδικήματα such as proceed from wanton insolence, ib.1391a19; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγοντες Pl.Plt.307b; παθὼν ὑ. καὶ δεινά D.45.1; ὃ καὶ -κώτατον συμβέβηκεν Id.17.23: τὸ -κόν an insolent disposition, X.Mem.3.10.5: τὰ Ὑ., name of a festival at Argos, Plu.2.245e. Adv. -κῶς Pl.Chrm.175d, X.Cyr.8.1.33 (v.l.), etc.; -κῶς διακεῖσθαι Lys.Fr.53.3: Comp. -ώτερον D.22.54. 2 metaph., of vines, wanton, luxuriant, Thphr.CP3.15.4. II of or relating to an outrage, διήγησις D.H.Dem.11.
German (Pape)
[Seite 1170] zu übermüthiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermüthig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παθών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur ὕβρις, im Ggstz von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – διήγησις ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβριστικός: ή, ον, δεδομένος εἰς ὕβριν, θρασύς, αὐθάδης, βίαιος, ἀλαζονικός, ἀχαλίνωτος, ἀκόλαστος, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Κρατύλ. 396Β, κλπ.· ἐπὶ λόγων, πράξεων κλπ., ἔπος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252Β· ὑβρ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολὴ Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ.· ὑβρ. διάθεσις Ἀριστ. Ρητ. 2. 8. 6· ὑβρ. ἀδικήματα, τὰ προερχόμενα ἐξ ἀκολάστου καὶ αὐθάδους ἀλαζονείας, αὐτόθι 2. 16. 4· ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· ὑβρ. καὶ δεινὰ παθεῖν Δημ. 1101. 13· ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκε ὁ αὐτ. 218. 6· - τὸ ὑβριστικόν, διάθεσις ὑβριστική, ἀλαζονική, αὐθάδης, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· - τὰ ὑβριστικά, ἑορτή τις τῶν γυναικῶν ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 245Ε. - Ἐπίρρ -κῶς, Πλάτ. Χαρμ. 175D, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 33, κλπ.· ὑβριστικῶς διακεῖσθαι πρός τι Λυσίου Ἀποσπ. 31. 3· συγκρ. -ώτερον. Δημ. 610. 1. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀμπέλων, ὀργῶσα πρὸς αὔξησιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὕβριν, διήγησις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à qqe excès :
1 qui s’abandonne à des excès ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, à Argos;
2 insolent, arrogant ou violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l’insolence ou à la violence;
Sp. ὑβριστικώτατος.
Étymologie: ὑβρίζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑβριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑβρίζω
(για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.
γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον. Αλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) θρασύς, αυθάδης ή βίαιος
2. (για φυτά και κυρίως για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη ανάπτυξη («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῡ ἧρος δεῑ τμηθῆναι», Θεόφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑβριστικόν
αυθάδεια, αναίδεια
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ὑβριστικά
γιορτή τών Αργείων σε ανάμνηση της Τηλεσίλλης, γιορτή κατά την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους
5. φρ. «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη θρασύτητα και αυθάδεια και τα οποία αποτελούν προσβολή για τον αποδέκτη τους (Αριστοτ.).
επίρρ...
υβριστικώς / ὑβριστικῶς ΝΜΑ, και υβριστικά Ν
με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο
αρχ.
με αναίδεια, με αυθάδεια.