ὀλοός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(sl1_repeat)
(slb)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ὀλλῦμι), comp. -οώτερος, [[sup]]. -οώτατος: [[destroying]], [[destructive]], [[deadly]].
|auten=(ὀλλῦμι), comp. -οώτερος, [[sup]]. -οώτατος: [[destroying]], [[destructive]], [[deadly]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ὀλοός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[terrible]] ἔκλαγξέ θ' ἱερ [] [[δαιμόνιον]] [[κέαρ]] ὀλοαῖσι στοναχαῖς Πα. 8A. 12. [ὀλοῷ νόῳ (coni. [[van]] Groningen: ολωι Π.) fr. 1a. 6.]
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀλοός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[terrible]] ἔκλαγξέ θ' ἱερ [] [[δαιμόνιον]] [[κέαρ]] ὀλοαῖσι στοναχαῖς Πα. 8A. 12. [ὀλοῷ νόῳ (coni. [[van]] Groningen: ολωι Π.) fr. 1a. 6.]
|sltr=[[ὀλοός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[terrible]] ἔκλαγξέ θ' ἱερ [] [[δαιμόνιον]] [[κέαρ]] ὀλοαῖσι στοναχαῖς Πα. 8A. 12. [ὀλοῷ νόῳ (coni. [[van]] Groningen: ολωι Π.) fr. 1a. 6.]
}}
}}

Revision as of 12:36, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοός Medium diacritics: ὀλοός Low diacritics: ολοός Capitals: ΟΛΟΟΣ
Transliteration A: oloós Transliteration B: oloos Transliteration C: oloos Beta Code: o)loo/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄλλυμι)

   A destructive, deadly, ὀλοὴ Κήρ Il.18.535 ; μοῖρ' ὀλοή 16.849, al. ; ὀλοῷ Ἀχιλῆι 24.39 ; πυρὸς ὀλοοῖο Od.12.68 ; ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ 22.200 ; πόλεμος, μάχης πόνος, Il.3.133, 16.568 ; λύσσα, γόος, μῆνις, 9.305, 23.10, Od.3.135 ; γήραος οὐδός Il.24.487 ; νύξ 16.567, al. ; ὀ. τύχαι A.Pr.553 (lyr.) ; νιφάς Id.Th.213 (lyr.) ; θηρὸς κέρας Call.Fr.249 ; γηγενέων ἀνδρῶν ὀ. στάχυς A.R.3.1338 : c. inf., ὀ. φέρειν ζυγόν, of the wild horse, Opp.C.3.261 ; ὀλοὰ φρονεῖν design ill, τινι Il.16.701 : Comp. ὀλοώτερος 3.365,23.439 : Sup. -ώτατος (as fem.), ὀδμή Od.4.442 : neut. pl. as Adv., ὀλοὰ στένει S.Tr.846 (lyr.), cf. El. 843 (lyr.).—Rarer collat. forms are ὀλοιός, as ὀλοιὴ μοῖρα πέδησεν Il.22.5 ; ὀλοιῇσι φρεσὶ θύει 1.342 ; γῆρας ὀλοιόν h.Ven.224 ; ὀλώϊος, Hes.Th.591 ; θάρσος ὀλώϊον Nonn.D.13.416 ; οὐλοός, A.R.2.85,3.1402 (fem. -ός Man.6.464) ; ὀλός (q.v.).    II rare in pass. sense, destroyed, lost, ὀλοοὺς ἀπέλειπον A.Pers.962 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 326] (ὄλλυμι), vernichtend, verderblich, Tod u. Verderben bringend; oft Hom. u. Hes., sowohl von Personen, bes. Κήρ u. Μοῖρα ὀλοή oft, auch Ἀχιλλεύς, Il. 24, 39, als von Sachen, μάχης ὀλοὸς πόνος 16, 568, πόλεμος 3, 133, φόβος, Flucht, 11, 71, γόος 23, 10, πῦρ 13, 629, μῆνις, λύσσα, Od. 3, 135 Il. 9, 305, νύξ 16, 567; θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς, Od. 11, 246; τῷ ὀλοὰ φρονέων, im Ggstz von ἀρήγω, Verderben sinnend, Il. 16, 701; compar. und superl., οὔτις σεῖο βροτῶν ὀλοώτερος ἄλλος Il. 23, 439, θεῶν ὀλοώτατε πάντων 22, 15; auffallend 2 Endgn, ὀλοώτατος ὀδμή, Od. 4, 442; Tragg.: σὰς ὀλοὰς τύχας, Aesch. Prom. 553; νιφάδος ὀλοᾶς νιφομένης, Spt. 195; τέρας, Eur. Or. 1000; φέγγος, Troad. 850; sp. D.: δράκων, Gaetul. 4 (VI, 331); οἶμος Ἅΐδου, Diod. 9 (VI, 627). – S. auch οὐλοός u. οὖλος, wie ὀλοίϊος, ὀλοιός u. ὀλώϊος. – Pass., untergegangen; ὀλοοὺς ἀπέλιπον, Aesch. Pers. 923; Soph. El. 833, vgl. Trach. 843.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοός: -ή, -όν, (√ΟΛ, ὄλλυμι) ὁ καταστρέφων, καταστρεπτικός, ὀλέθριος, φονικός, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. εἴτε ἐπὶ πρσώπων, Κὴρ ὀλόη, Μοῖρα ὀλοή· ὀλοῷ Ἀχιλῆι Ἰλ. Ω. 39· εἴτε ἐπὶ πραγμάτων, αἰσθημάτων, καταστάσεων, κτλ., πυρὸς ὀλοοῖο Ὀδ. Μ. 68· ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ Χ. 200 πόλεμος, μάχης, πόνος Ἰλ. Γ. 133, Π. 568· λύσσα, γόος, μῆνις Ι. 305, Ψ. 10, Ὀδ. Γ. 135· γήραος οὐδὸς Ἰλ. Ω. 487· νὺξ Π. 567, κτλ.· φρένες Α. 342 οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ὀλ. τύχαι Πρ. 554· νιφὰς Θηβ. 213· Εὐρ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· ὀλοὰ φρονεῖν, διανοεῖσθαι κακά, τινί, Ἰλ. Π. 701· ὁ Ὅμ. ἔχει καὶ συγκρ. ὀλοώτερος Ἰλ. Γ. 365, Ψ. 439· ὑπερθ. ὀλοώτατος, (ἐν τῷ θηλ.) ὀλοώτατος ὀδμὴ Ὀδ. Δ. 442· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὀλοὰ στένει Σοφ. Ἀποσπ. 846, πρβλ. Ἠλ. 843. (Ἡ ἠθικὴ σημασία δυσμενής, κακόφρων, κτλ. εἶναι ξένη πρὸς τὴν λέξιν, ἥτις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ὡρισμένου τινὸς κακοῦ ἢ βλάβης εἴς τινα· διότι τὸ θεῶν ὀλοώτατος, δὲν σημαίνει τὸν δυσμενέστατον ἀλλὰ τὸν βλαπτικώτατον τῶν θεῶν, Ἰλ. Γ. 365, Χ. 15· οὕτως, οὔτις σεῖο βροτῶν ὀλοώτερος Ψ. 439). ― Σπανιώτεροι τύποι εἰσὶν ὀλοιός, οἷον ὀλοιὴ Μοῖρα πέδησεν Ἰλ. Χ. 5, ἔνθα ἴδε Spitzn.· ὀλοιῇσι φρέσι θύων Α 342· γῆρας ὀλοιὸν Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἀφροδ. 225· ὀλοίιος, ὀλώιος, Ἡσ. Θ. 591· οὐλοός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β 85, Γ. 1402· ὀλός, ἴδε τὴν λέξ.· πρβλ. καὶ ὀλοφώιος. ΙΙ. σπάνιον ἐπὶ παθ. σημασ., κατεστραμμένος, «χαμένος», Λατ. perditus, ὀλοοὺς ἀπέλιπον Αἰσχύλ. Πέρσ. 962.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 funeste, pernicieux;
2 perdu, détruit;
Cp. ὀλοώτερος, Sp. ὀλοώτατος, avec désin. commune au masc. et au fém.
Étymologie: ὄλλυμι.

English (Autenrieth)

(ὀλλῦμι), comp. -οώτερος, sup. -οώτατος: destroying, destructive, deadly.

English (Slater)

ὀλοός
   1 terrible ἔκλαγξέ θ' ἱερ [] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Πα. 8A. 12. [ὀλοῷ νόῳ (coni. van Groningen: ολωι Π.) fr. 1a. 6.]

English (Slater)

ὀλοός
   1 terrible ἔκλαγξέ θ' ἱερ [] δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Πα. 8A. 12. [ὀλοῷ νόῳ (coni. van Groningen: ολωι Π.) fr. 1a. 6.]