οἰωνός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. avis): [[bird]] of [[prey]], [[bird]] of [[omen]]; [[εἷς]] οἰωνὸς [[ἄριστος]], ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, Il. 13.243. (Said by [[Hector]]. A [[fine]] [[example]] of an [[early]] [[protest]] [[for]] [[free]]-[[thought]].)
|auten=(cf. avis): [[bird]] of [[prey]], [[bird]] of [[omen]]; [[εἷς]] οἰωνὸς [[ἄριστος]], ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, Il. 13.243. (Said by [[Hector]]. A [[fine]] [[example]] of an [[early]] [[protest]] [[for]] [[free]]-[[thought]].)
}}
{{Slater
|sltr=[[οἰωνός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bird]] (of [[prey]]) [[τίς]] γὰρ [[θεῶν]] ναοῖσιν οἰωνῶν [[βασιλέα]] δίδυμον ἐπέθηκ; (v. [[βασιλεύς]], [[αἰετός]]) (O. 13.21) Διὸς [[αἰετός]], ἀρχὸς οἰωνῶν (P. 1.7) ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν (I. 6.50)
}}
{{Slater
|sltr=[[οἰωνός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[bird]] (of [[prey]]) [[τίς]] γὰρ [[θεῶν]] ναοῖσιν οἰωνῶν [[βασιλέα]] δίδυμον ἐπέθηκ; (v. [[βασιλεύς]], [[αἰετός]]) (O. 13.21) Διὸς [[αἰετός]], ἀρχὸς οἰωνῶν (P. 1.7) ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν (I. 6.50)
}}
}}

Revision as of 13:06, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνός Medium diacritics: οἰωνός Low diacritics: οιωνός Capitals: ΟΙΩΝΟΣ
Transliteration A: oiōnós Transliteration B: oiōnos Transliteration C: oionos Beta Code: oi)wno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a large bird, bird of prey, οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες Od.16.216 ; of the eagle, Κρονίωνι . . φίλτατος οἰωνῶν Il.24.293 ; called οἰωνῶν βασιλεύς by A.Ag.114 (lyr.), Pi.O.13.21, cf. Ar. Av.515 ; ἀρχὸς οἰ. Pi.P.1.14 ; mentioned as devouring carcasses, Il.1.5,22.335, cf. S.Ant.205,698, Aj.830 ; οἰωνοὶ ὠμησταί Il.11.453 ; θῆρές τ' οἰωνοί τε Emp.21.11,130.2 ; ὑπ' οἰωνῶν ταφέντα, of corpses devoured by carrion birds, A.Th.1025, cf. S.Ant.29 ; as an image of swiftness, οἰωνοῖς ἅμ' ἕπονται Hes.Th.268.    2 generally, birds, opp. beasts, S.Fr.941.11 ; so in οἰωνοκτόνος.    II a bird of omen or augury, Il.12.237, Od.15.532, Hes.Op.801 ; τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνούς S.El.1059 (lyr.) ; οὔτ' ἀπ' οἰωνῶν... οὔτ' ἐκ θεῶν του γνωτόν Id.OT395, cf. 398 ; οἰ. αἴσιοι X.Cyr.3.3.22, cf. Il. 12.237, Plu.2.282d ; of augurs, καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνῶν, ἐπ' οἰωνοῖς καθῆσθαι, Id.Rom.22, Caes.47 ; οἱ ἐπ' οἰωνοῖς ἱερεῖς the augurs, Id.Ant. 5.    III omen, token, presage, drawn from these birds, Il.2.859, al., cf. E.Hipp.873 ; εἷς οἰ. ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης the one best omen is to fight for fatherland, Il.12.243 ; οἰ. ἀγαθοί good omens, Hes. Fr.134.11 ; δέκομαι τὸν οἰ. I accept the omen, hail it as auspicious, Hdt.9.91 ; οὗτος οἰ. μέγας E.Or.788 ; δέδοικα . . τὸν οἰ. Ar.Eq.28 ; τοῦ ἔκπλου οἰ. ἐδόκει εἶναι Th.6.27 ; οἰωνὸν θέσθαι or τίθεσθαι take as an omen, E.Ph.858, Pl.Alc.2.151b ; εἰς οἰ. τίθεσθαι χρηστόν Plu.Luc.36 ; πρὸς οἰωνοῦ τ. Ath.1.13e ; οἰωνόν τινα ποιεῖσθαι Pl.Lg.702c ; δι' οἰωνοῦ λαμβάνειν, πρὸς οἰωνοῦ λαβεῖν, D.H.2.67,3.13 ; οἰωνοῦ χάριν Pl.Mx. 249b.    IV as Adj., or in apposition, οἰωνὸς θεά the bird goddess, Lyc.721. [First syll. short in S.El.1059 (lyr.).]

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνός: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· - σαρκοφάγον ὄρνεον, οἷον γύψ, ἀετὸς ἢ κόραξ, οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες Ὀδ. Π. 216· ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ τοῦ Διός, φίλτατος οἰωνῶν Ἰλ. Ω. 293· ὅστις καλεῖται οἰωνῶν βασιλεὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 29, Ἀριστοφ. Ὄρν. 115· ἀρχὸς οἰωνὸς Πινδ. Π. 1. 14. - Ὁ Ὅμ. μνημονεύει ὁμοῦ κύνας καὶ οἰωνοὺς ὡς καταβιβρόσκοντας πτώματα, Ἰλ. Α. 5, Χ. 335, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 205, 698· οἰωνοὶ ὠμησταὶ Ἰλ. Λ. 453· θῆρές τ’ οἰωνοί τε Ἐμπεδ. 130, πρβλ. 216· ὑπ’ οἰωνῶν ταφέντα, ἐπὶ πτωμάτων ἃ καταβιβρώσκουσι σαρκοβόρα ὄρνεα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1020, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1488, Αἴ. 830, Ἀντ. 29· ὡς εἰκὼν ταχύτητος, οἰωνοῖς ἅμ’ ἕπονται Ἡσ. Θ. 268. 2) καθόλου, πτηνά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θηρία, Σοφ. Ἀποσπ. 678· πρβλ. οἰωνοκτόνος. ΙΙ. πτηνὸν μαντικόν, μέσον προρρήσεως τοῦ μέλλοντος, ἐπειδὴ ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν μεγαλειτέρων ἁρπακτικῶν πτηνῶν ἐζητεῖτο ἡ πρόγνωσις καὶ ἀποκάλυψις τοῦ μέλλοντος, Ἰλ. Μ. 237, Ὀδ. Ο. 532, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 779· ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ὁ κίρκος ῥητῶς διακρίνεται ὡς οἰωνός, πτηνὸν δηλ. μαντικόν, ἀπὸ τῶν λοιπῶν κοινῶν πτηνῶν ἅτινα συλλήβδην καλοῦνται ὄρνιθες· οὕτως, τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνοὺς Σοφ. Ἠλ. 1059· οὔτ’ ἀπ’ οἰωνῶν..., οὔτ’ ἐκ θεῶν του γνωτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 395, πρβλ. 398· οἰωνοὶ αἴσιοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· - ἡ πρὸς τὰ δεξιὰ (οὐχὶ ἡ ἐκ δεξιῶν) πτῆσις, δηλ. ἡ πρὸς ἀνατολὰς ἐθωρεῖτο ἀγαθή, καὶ τἀνάπαλιν, πρβλ. Ἰλ. Μ. 239, Nitzsch εἰς Ὀδ. Β. 155, Πλούτ. 2. 282D· - ἐπὶ οἰωνοσκόπων ἢ μάντεων, καθέζεσθαι ἐπ’ οἰωνῶν, ἐπ’ οἰωνοῖς καθῆσθαι Πλουτ. Ρωμύλ. 22, Καῖσ. 47· οἱ ἐπ’ οἰωνοῖς ἱερεῖς, οἱ μάντεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 9. ΙΙΙ. οἰωνός, σημεῖον, προμήνυσις, ἣν ἐκ τῶν πτηνῶν τούτων ἐλάμβανον, Λατ. auspicium ἢ augurium, καθ’ ὃν τρόπον δηλ. ἐλαμβάνοντο ἐκ τῆς παρακολουθήσεως τῆς πτήσεως αὐτῶν διὰ τοῦ βλέμματος ἢ ἐκ τῆς ἀκροάσεως τῆς κραυγῆς αὐτῶν, Ἰλ. Β. 859, κ. ἀλλ., πρβλ. Valck. εἰς Ἱππ. 871· εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, «εἷς μόνον ἄριστος οἰωνός ἐστιν ὁ ὑπὲρ τῆς πατρίδος κελεύων ἀγωνίζεσθαί τε καὶ μάζεσθαι» (Θεόδ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 243· οἰωνοὶ ἀγαθοί, καλὰ σημεῖα, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 10· δέκομαι τὸν οἰωνὸν, προσδέχομαι, χαιρετίζω ὡς αἴσιον, Ἡρόδ. 9. 91· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., οὗτος οἰ. μέγας Εὐρ. Ὀρ. 788· δέδοικα.. τὸν οἰ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 28· τοῦ ἔκπλου οἰ. ἐδόκει εἶναι Θουκ. 6. 27· οἰωνοῖς χρησάμενος αἰσίοις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· οἰωνὸν τίθεσθαι, λαμβάνειν ὡς οἰωνόν, θεωρεῖν οἰωνόν, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 858, Πλάτ. Ἄλκ. 2. 151C· οὕτως, εἰς οἰωνὸν τίθεσθαι χρηστὸν Πλουτ. Λούκουλλ. 36· πρὸς οἰωνοῦ τ. Ἀθήν. 13Ε· οἰωνόν τινα ποιεῖσθαι Πλάτ. Νόμ. 702C· δι’ οἰωνοῦ, πρὸς οἰωνοῦ λαμβάνειν Διον. Ἁλ. 2. 67., 3. 13· οἰωνοῦ χάριν Πλάτ. Μενέξ. 249Β. IV. ὡς ἐπίθετ., πτεροφόρος, πτερωτός, ὡς τὸ Λατ. ales, οἰωνὸς θεὰ Λυκόφρ. 721. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα ἐν Σοφ. Ἠλ. 1059 ἐν Ἰωνικῷ μέτρῳ] (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ οἷος, - ἐπειδὴ τὰ πλεῖστα ἐκ τῶν σαρκοβόρων ὀρνέων ζῶσι κατὰ μόνας, -πρβλ. υἱωνὸς ἐκ τοῦ υἱός, κοινωνὸς ἐκ τοῦ κοινός· - ὁ Κούρτ. ὅμως σχετίζει τὴν λέξ. πρὸς τὴν Σανσκρ. vis, vayas, Λατ. avis, οἱονεὶ ὀϝιωνός, καὶ φρονεῖ ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ἀϝ (Σανσκρ. vâ), πνέω, φυσῶ, πρβλ. ἄω Α.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. oiseau ; particul.
1 oiseau de proie;
2 oiseau qui annonce l’avenir;
II. présage qu’on tire du vol ou du cri des oiseaux ; présage, auspice en gén. : ὁ ἐπ’ οἰωνοῖς ἱερεύς PLUT l’augure, prêtre romain ; ἐπ’ οἰωνοῖς καθῆσθαι PLUT, ἐπ’ οἰωνῶν καθίζεσθαι PLUT siéger pour prendre les auspices.
Étymologie: p. *ὀϜιωνός, de *ὀϜίς = lat. avis ; pour la format. cf. υἱωνός de υἱός, κοινωνός de κοινός.

English (Autenrieth)

(cf. avis): bird of prey, bird of omen; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, Il. 13.243. (Said by Hector. A fine example of an early protest for free-thought.)