σώφρων: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>litt.</i> sain d’esprit <i>ou</i> de cœur, <i>d’où</i> :<br /><b>I.</b> sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;<br /><b>II.</b> modéré dans ses désirs, tempérant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;<br /><b>2</b> modéré;<br /><i>Cp.</i> σωφρονέστερος, <i>Sp.</i> σωφρονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σῶς]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>litt.</i> sain d’esprit <i>ou</i> de cœur, <i>d’où</i> :<br /><b>I.</b> sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;<br /><b>II.</b> modéré dans ses désirs, tempérant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;<br /><b>2</b> modéré;<br /><i>Cp.</i> σωφρονέστερος, <i>Sp.</i> σωφρονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σῶς]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[σώφρων]] ([[σώφρων]], σώφρονος, ςᾰόφρονος, σώφρονες.) <br /> <b>1</b> [[sagacious]] σώρφων Χίρων (P. 3.63) σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν (sc. Αἰακίδαι) (I. 8.26) σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας (Pae. 1.10) ἀνορέας [[ἕκατι]] σαόφρονος (Pae. 9.46) ]λος τῶνδ' [[ἀνδρῶν]] ἕνε[κε]ν μερίμνας σώφρονος Παρθ. 2. 62. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:39, 17 August 2017
English (LSJ)
Ep. and poet. σᾰόφρων (as in Hom., v. infr., Pi.Pae.9.46), ονος, ὁ, ἡ: neut. σῶφρον:—prop.
A of sound mind (from σῶς, φρήν, cf. Pl.Cra.411e, Arist.EN1140b11): hence, discreet, prudent, οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Il.21.462, cf. Od.4.158; opp. ἄφρων, Thgn.431, 454, 497; opp. νήπιος, Id.483; opp. ἀνόητος, Hdt.1.4; σώφρονες περὶ θεούς X.Mem.4.3.2; σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Hp.Prorrh. 2.2. 2 of things, τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔπεστιν ἄνθος Ar.Nu.1025 (lyr.); σ. οἶκτος reasonable compassion, Th.3.59; -έστατον κήρυγμα Aeschin.3.4; σώφρον' εἶπας E.IA1024; ἄλλο τι -έστερον γνώσεσθε Th.5.111; σῶφρόν ἐστι c. inf., Id.1.42. II in Att., esp. having control over the sensual desires, temperate, self-controlled, chaste (σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Pl.Def.415d, cf. σωφροσύνη 1), μοι δὸς -εστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι A.Ch.140, cf. S.Aj.132; γυνὴ σ. And. 4.14, cf. S.Fr.682; σ. καὶ ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ Pl.Grg.491d, cf. 1 Ep.Ti. 3.2, etc. 2 of things, σ. γνώμη A.Ag.1664 (troch.); εὐχαί Id.Supp.710; σ. ὑμέναιοι, λέχη, E.Or.558, El.1099; τράπεζα, δίαιτα, Id.Fr.893 (lyr.), Pl.Ep.336c; ἀριστοκρατία moderate, Th.3.82; χάρις ib. 58; βίος Pl.Lg.733e; φρονεῖν σώφρονα S.Fr.64. 3 τὸ σῶφρον, = σωφροσύνη, Id.Fr.786, E.Hipp.431, Th.1.37, 3.82; σοῦ τὸ σ. E.Andr.365, cf. 346, etc.; ἐπὶ τὸ -έστερον λαμβάνειν τι Hdt.3.71; τὸ -έστατον Th.3.62; τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται S.Fr.683. III Adv. -όνως A.Th. 645, Eu.44, Hdt.4.77; σ. τραφῆναι Ar.Eq.334 (lyr.); σ. τε καὶ μετρίως Pl.R.399b; δικαίως πράττοντες καὶ σ. Id.Alc.1.134d; σ. ἐφέπεσθαι cautiously, X.Ages.2.3: Comp., -έστερον πολιτεύειν adopt a more moderate constitution, Th.8.53, cf. 1.84, X.Eq.Mag.1.14, etc.; but -εστέρως E.IA379 (troch.): Sup. -έστατα Isoc.7.13, Pl.Lg.728e.
German (Pape)
[Seite 1062] ον, poet. σαόφρων, gesundes Sinnes, Geistes, gesunder Seele, bei gesundem, nüchternem Verstande, verständig; Il. 21, 462 Od. 4, 158; Theogn.; Χείρων, Pind. P. 3, 63; bes. mäßig, enthaltsam, frei von Leidenschaften, I. 7, 25; oft bei Tragg. von Menschen, auch σώφρονος γνώμης δ' ὰμαρτεῖν, Aesch. Ag. 1649, εὐχὰς μὲν αἰνῶ τάσδε σώφρονας, Suppl. 691, wie Soph., z. B. τὸ γὰρ νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος, Trach. 435; Eur.; Ar. σωφρόνως τραφῆναι, Eqn. 334; u. in Prosa : έπὶ τὸ σωφρονέστερον, Her. 3, 71; Thuc. 3, 58. 62 u. öfter; σώφρονα ὄντα καὶ ἔγκρατῆ αὐτὸν ἑαυτοῦ, Plat. Gorg. 491 d, u. öfter; compar. σωφρονέστερος, Legg. II, 665 e; Ggstz ὑβριστής, Xen. Cyr. 3, 1, 21; σωφρόνως, im Ggstz von ἀπλήστως, 4, 1, 15. S. Arist. eth. 3, 10. 6, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σώφρων: Ἐπικ. σᾰόφρων (ὡς παρ’ Ὁμ.), ονος, ὁ, ἡ, οὐδ. σῶφρον. Κυρίως ὁ ἔχων σώας τὰς φρένας, ὑγιὴς τὸν νοῦν, Λατ. san?e mentis, (ἐκ τοῦ σῶς, φρήν, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5, 6, Πλάτ. Κρατ. 411Ε)· - ὅθεν, φρόνιμος, συνετός, «διακριτικός», οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Ἰλ. Φ. 462, πρβλ. Ὀδ. Δ. 158· ἀντίθετον τῷ ἄφρων, Θέογν. 431, 454, 497· τῷ νήπιος, ὁ αὐτ. 483· τῷ ἀνόητος, Ἡρόδ. 1. 4· σώφρων περὶ θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 2· σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Ἱππ. 84Α. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. μῦθος Θέογν. 754, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1025 σ. οἶκτος, εὔλογος, πρέπων, προσήκων, Θουκ. 3. 59· σ. κήρυγμα Αἰσχίν. 54. 14· σώφρονα εἰπεῖν Εὐρ. Ι. Α. 1024· ἄλλο τι σωφρονέστερον γινώσκειν Θουκ. 5. 111· σῶφρόν ἐστι μετ’ ἀπαρ. ὁ αὐτ. 1. 42. ΙΙ. παρ’ Ἀττ., μάλιστα, ὁ ἀσκῶν ἐγκράτειαν, ἐγκρατής, μέτριος, ἁγνός, νηφάλιος, (σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Πλάτ. Ὅροι 415D. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 430Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3 . 10), δός μοι σωφρονεστέραν πολὺ μητρὸς γενέσθαι Αἰσχύλ. Χο. 140· πρβλ. Σοφ. Αἴ. 132, Ἀποσπ. 608· γυνὴ σ. Ἀνδοκ. 30. 43 σ. καὶ ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ Πλάτ. Γοργ. 491D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, σ. γνώμη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1664· σ. εὐχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 710· σ. ὑμέναιοι, λέχη Εὐρ. Ὀρ. 558, Ἐλ. 1099· τράπεζα, δίαιτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 885. Πλάτ. Ἐπιστ. 336C· ἀριστοκρατία Θουκ. 3. 82· χάρις ὁ αὐτ. 58· βίος Πλάτ. Νόμ. 733Ε· φρονεῖν σώφρονα Σοφ. Ἀποσπ. 62. 3) τὸ σῶφρον = σωφροσύνη, Εὐρ. Ἱππ. 431, Θουκ. 1. 37., 3. 82, κτλ.· τὸ σ. ἥβης Σοφ. Ἀποσπ. 705· σοῦ τὸ σ. Εὐρ. Ἀνδρ. 365, πρβλ. 346, κτλ.· ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον λαμβάνειν τι Ἡρόδ. 3. 71, τὸ σωφρονέστατον Θουκ. 3. 92· οὕτω, τὰ σώφρονα λάγδην πατεῖται Σοφ. Ἀποσπ. 606. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -όνως, Ἡρόδ. 4. 77, Αἰσχύλ. Θήβ. 645, Εὐμ. 44· τραφῆναι Ἀριστοφ. Ἱππ. 334· σ. τε καὶ μετρίως Πλάτ. Πολ. 399Β· δικαίως... καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 134D· σ. ἐφέπεσθαι, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀγησ. 2, 3. - Συγκρ. σωφρονέστερον, Θουκ. 1. 84, Ξεν., κτλ.· ἀλλὰ -εστέρως, Εὐρ. Ι. Α. 379· - ὑπερθετ. -έστατα, Ἱσοκρ. 142C, Πλάτ. Νόμ. 728Ε.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
litt. sain d’esprit ou de cœur, d’où :
I. sensé, prudent, sage ; τὸ σῶφρον THC le bon sens, la sagesse;
II. modéré dans ses désirs, tempérant ; particul. :
1 chaste, pudique : τὸ σῶφρον la tempérance, la chasteté;
2 modéré;
Cp. σωφρονέστερος, Sp. σωφρονέστατος.
Étymologie: σῶς, φρήν.
English (Slater)
σώφρων (σώφρων, σώφρονος, ςᾰόφρονος, σώφρονες.)
1 sagacious σώρφων Χίρων (P. 3.63) σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν (sc. Αἰακίδαι) (I. 8.26) σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας (Pae. 1.10) ἀνορέας ἕκατι σαόφρονος (Pae. 9.46) ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνε[κε]ν μερίμνας σώφρονος Παρθ. 2. 62.