ἄλσος: Difference between revisions
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
(SL_1) |
(big3_3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἄλσος]] <br /> <b>1</b> precinct, [[sanctuary]], [[domain]] (cf. Strabo, 9. 2. 33, οἱ δὲ ποιηταὶ κοσμοῦσιν, ἄλση καλοῦντες τὰ ἱερὰ πάντα, κἂν ᾖ ψιλά· τοιοῦτόν ἐστι καὶ . . . fr. 51a.; [[but]] trees are [[implied]] in (O. 8.9), (Pae. 18.2) ) ([[ἄλσος]], -ει, -ος, -ος; -έων, -εα) Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε [[φύτευμα]] at [[Olympia]] (O. 3.18) ἀείδει μὲν [[ἄλσος]] ἁγνὸν τὸ τεὸν [[temple]] of Athene in Kamarina (O. 5.10) τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς [[ἄλσος]] ἐν ἀκροπόλει [[temple]] of Athene in Lindos (O. 7.49) ἀλλὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ [[ἄλσος]] (O. 8.9) σταθμᾶτο ζάθεον [[ἄλσος]] πατρὶ μεγίστῳ [[sanctuary]] of [[Zeus]] at [[Olympia]] (O. 10.45) Αἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς [[ἄλσος]] (O. 13.109) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα [[θεῶν]] (P. 5.89) Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5) [[ἐχρῆν]] δέ τιν' [[ἔνδον]] ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν [[ἔμμεναι]] of [[Apollo]] at [[Delphi]] (N. 7.44) γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς [[ἄλσος]] at [[Olympia]] I. (I. 2.28) τὸ Δάματρος κλυτὸν [[ἄλσος]] Ἐλευσῖνα (I. 1.57) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. [[Ἀπόλλων]].) fr. 51a. 4. κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν [[ἄλσος]] Ἀπόλλωνος at [[Delphi]] Πα. . 1. ὦ Κύπου [[δέσποινα]], τεὸν δεῦτ' ἐς [[ἄλσος]] φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ [[temple]] of [[Aphrodite]] Ourania at [[Corinth]] fr. 122. 18. ἐν Τυν] δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄ[λσος (supp. Lobel.) at [[Argos]] (Pae. 18.2) cf. Σ. fr. 140a. 13. met., κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]] (τοὺς οἴκους φησὶ τὸ [[ἑστάναι]] ὡς τὰ ἄλση. Σ.) (O. 5.13) | |sltr=[[ἄλσος]] <br /> <b>1</b> precinct, [[sanctuary]], [[domain]] (cf. Strabo, 9. 2. 33, οἱ δὲ ποιηταὶ κοσμοῦσιν, ἄλση καλοῦντες τὰ ἱερὰ πάντα, κἂν ᾖ ψιλά· τοιοῦτόν ἐστι καὶ . . . fr. 51a.; [[but]] trees are [[implied]] in (O. 8.9), (Pae. 18.2) ) ([[ἄλσος]], -ει, -ος, -ος; -έων, -εα) Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε [[φύτευμα]] at [[Olympia]] (O. 3.18) ἀείδει μὲν [[ἄλσος]] ἁγνὸν τὸ τεὸν [[temple]] of Athene in Kamarina (O. 5.10) τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς [[ἄλσος]] ἐν ἀκροπόλει [[temple]] of Athene in Lindos (O. 7.49) ἀλλὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ [[ἄλσος]] (O. 8.9) σταθμᾶτο ζάθεον [[ἄλσος]] πατρὶ μεγίστῳ [[sanctuary]] of [[Zeus]] at [[Olympia]] (O. 10.45) Αἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς [[ἄλσος]] (O. 13.109) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα [[θεῶν]] (P. 5.89) Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5) [[ἐχρῆν]] δέ τιν' [[ἔνδον]] ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν [[ἔμμεναι]] of [[Apollo]] at [[Delphi]] (N. 7.44) γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς [[ἄλσος]] at [[Olympia]] I. (I. 2.28) τὸ Δάματρος κλυτὸν [[ἄλσος]] Ἐλευσῖνα (I. 1.57) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. [[Ἀπόλλων]].) fr. 51a. 4. κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν [[ἄλσος]] Ἀπόλλωνος at [[Delphi]] Πα. . 1. ὦ Κύπου [[δέσποινα]], τεὸν δεῦτ' ἐς [[ἄλσος]] φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ [[temple]] of [[Aphrodite]] Ourania at [[Corinth]] fr. 122. 18. ἐν Τυν] δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄ[λσος (supp. Lobel.) at [[Argos]] (Pae. 18.2) cf. Σ. fr. 140a. 13. met., κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων [[ταχέως]] ὑψίγυιον [[ἄλσος]] (τοὺς οἴκους φησὶ τὸ [[ἑστάναι]] ὡς τὰ ἄλση. Σ.) (O. 5.13) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">I</b> [[soto]], [[plantío]], [[arboleda]], [[bosque]] (νύμφαι) αἵ τ' ἄλσεα νέμονται <i>Il</i>.20.8, cf. <i>Od</i>.10.350, <i>h.Ven</i>.97, αἰγείρων ... ἦν [[ἄλσος]] había una chopera</i>, <i>Od</i>.17.208, ἄλσεα λαχνάεντ' Ibyc.166.34<i>S</i>., ἄλση σκιερά Thgn.1252, cf. Hdt.2.133, σύσκια ἄλση Arist.<i>HA</i> 556<sup>a</sup>25, cf. Theoc.1.117, Phanocl.1.3, Luc.<i>Bacch</i>.6<br /><b class="num">•</b>en ciu. heleníst. [[parque]] εἰσὶ δὲ οἷς ἄλση καὶ λειμῶνας ἀνέθηκεν para algunas (ciudades) creó parques y jardines</i> I.<i>BI</i> 1.422, cf. 2.467, Plu.2.148b<br /><b class="num">•</b>como n. de localidad καστέλλον Ἄλσους castillo del Soto</i>, <i>PLond</i>.1177.112 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[bosque sagrado]] dedicado a un dios ἄ. Φοίβου <i>Od</i>.9.200, cf. 20.278, Hes.<i>Sc</i>.70, 99, Ἀθήνης <i>Od</i>.6.291, cf. 321, de Perséfona <i>Od</i>.10.509, Hdt.9.65, E.<i>HF</i> 615, Call.<i>Cer</i>.25, Ἀφροδίτης Parm.B 20.3, Ἀρτέμιδος Theoc.2.67, de Bubastis, Hdt.2.138, Διὸς Νεμέοιο Theoc.25.169, Ἄρεος A.R.2.404, ἄλσεσιν θεῶν S.<i>OC</i> 10, en gener. <i>h.Ap</i>.76, Stesich.8.5, Sapph.2.2, 94.27, Pl.<i>Lg</i>.761c, Plb.16.1.6, ἐν τοῖς ἄλσεσιν μὴ ποιμαίνɛ̄ν μηδὲ κοπρ[εόɛ̄] ν <i>SIG</i> 986.3 (Cardamilas, Quíos V/VI a.C.)<br /><b class="num">•</b>muy frec. en lit. judía, de los <i>’āšerah</i> de la Afrodita cananea, Astarté περιεῖλον ... τὰς Βααλιμ καὶ τὰ ἄ. Ασταρωθ LXX 1<i>Re</i>.7.4 y por lo tanto [[ἄλσος]], ἄλση (trad. de hebr. <i>’āšerah</i>) abominados por los israelitas τὰ ἄ. αὐτῶν ἐκκόψετε LXX <i>Ex</i>.34.13, <i>De</i>.7.5, 12.3, καὶ ἐξωλέθρευσεν τὰ ἄ. LXX 4<i>Re</i>.18.4, κατέκαυσεν τὰ ἄ. LXX 4<i>Re</i>.23.15, cf. I.<i>AI</i> 4.192<br /><b class="num">•</b>fig. de la cabellera de un joven ἄ. ἔρωτος Philostr.<i>Ep</i>.16.<br /><b class="num">2</b> [[recinto]], [[lugar sagrado o consagrado]] a un dios: de la ciu. de Onquesto Ὀγχηστόν θ' ... Ποσιδήϊον ... [[ἄλσος]] <i>Il</i>.2.506, cf. <i>h.Ap</i>.230, del mar πόντιον ἄ. considerado como el recinto sagrado de Posidón, A.<i>Pers</i>.111, de Olimpia, Pi.<i>O</i>.5.10, cf. 10.45, de Egipto [[Δῖον]] πάμβοτον [[ἄλσος]] A.<i>Supp</i>.558<br /><b class="num">•</b>del campo de batalla de Maratón considerado como [[lugar sagrado]] A.<i>Eleg</i>.3.3. • DMic.: <i>a-se-e</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez deriv. de la raíz *<i>al</i>- crecer, cf. [[ἄναλτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A grove, Il.20.8, Od.10.350: pl., Phanocl.1.3, Theoc. 1.117, etc. II esp. sacred grove, Od.6.291, Hes.Sc.99, Hdt.5.119, Pl.Lg.761c, etc.:—hence, any hallowed precinct, even without trees, Il.2.506, Sch.Pi.O.3.31, cf. B.3.19, S.Ant.844; Μαραθώνιον ἄ., of the field of battle, viewed as a holy place, A.Eleg.4: metaph., πόντιον ἄ. the ocean-plain, B.16.85, A.Pers.111. (Perh. for ἄλτ-ιος (cf. Ἄλτις), i.e. alq-ios, cf. Goth. alhs 'temple'.)
German (Pape)
[Seite 110] εος, τό (mit ἀλδαίνω verw.), heiliger, einer Gottheit geweihter Hain, ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης αἰγείρων Od. 6, 291, κλυτὸν ἄλσος ἱρὸν Ἀθηναίης 321; ῷκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι Φοίβου Ἀπόλλωνος 9, 200; ἄλσεα Περσεφονείης, μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι 10, 509; ἄλσος ὕπο σκιερὸν Ἀπόλλωνος 20, 278; ἀμφὶ δ' ἄρ' αἰγείρων ἦν ἄλσος 17, 208; – ἱερὸν ἄλσος Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes. Sc. 99; θεῶν Soph. O. C. 10, u. öfter Tragg., Pind., Her. Später jeder Hain, Wäldchen, Theocr. 1, 117; Mosch. 3, 3; δένδρων Plat. Legg. XII, 947 c. Auch ganze Städte heißen ἄλσεα des von ihnen besonders verehrten Gottes, Hom. Iliad. 2, 506 Ὀγχηστόν θ' ἱερόν, Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος; Ἄργος Ἰνάχου κόρης ἄλσος Soph. El. 5; Pind. Ol. 3, 19 Διὸς πάνδοκον ἄλσος; πόντιον ἄλσος die (Poseidon) heilige Meeresfläche Aesch. Pers. 111 vgl. Suppl. 848.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλσος: -εος, τό, = δάσος, τόπος κατάφυτος ἐκ δένδρων καὶ χλόης, Ἰλ. Υ. 8, Ὀδ. Κ. 350. ΙΙ. ἰδίως ἱερὸν ἄλσος. Ὀδ. Ζ. 291, Ἡσ. Ἀσπ. 99, Ἡρόδ. 5. 119, Πλάτ., κτλ.: - ἐντεῦθεν = τέμενος, οἱοσδήποτε ἱερὸς τόπος ἢ περίβολος, ἔτι καὶ ἄνευ δένδρων, Ἰλ. Β. 506, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 3. 19· οὕτω Μαραθώνιον ἄλσος, περὶ τοῦ ἐκεῖ πεδίου τῆς μάχης, θεωρουμένου ὡς τόπου ἱεροῦ ἐν ἐπιγράμμ. ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Αἰσχύλ. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 3)· μεταφ., πόντιον ἄλσος, τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, ὠκεάνιος λειμών, Αἰσχύλ. Πέρσ. 111, πρβλ. ἁλίρρυτος, (πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς «ῥίζης, ἐξ ἧς τὰ «ἀλδαίνω, ἀλδήσκω, = τόπος δροσερός, χλοάζων: - κατὰ τὸν Döder] ἐκ τοῦ ἄλλομαι, ὡς τό Λατ. saltus ἐκ τοῦ salio).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 bois, particul. bois sacré;
2 tout emplacement consacré ; πόντιον ἄλσος ESCHL le pré sacré de la mer.
Étymologie: R. Ἀλδ, développement de la R. Ἁλ, nourrir, d’où faire croître, croître.
English (Autenrieth)
εος: grove (lucus), usually with an altar, and sacred to a divinity, Il. 2.506, Od. 6.321.
English (Slater)
ἄλσος
1 precinct, sanctuary, domain (cf. Strabo, 9. 2. 33, οἱ δὲ ποιηταὶ κοσμοῦσιν, ἄλση καλοῦντες τὰ ἱερὰ πάντα, κἂν ᾖ ψιλά· τοιοῦτόν ἐστι καὶ . . . fr. 51a.; but trees are implied in (O. 8.9), (Pae. 18.2) ) (ἄλσος, -ει, -ος, -ος; -έων, -εα) Διὸς αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα at Olympia (O. 3.18) ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν temple of Athene in Kamarina (O. 5.10) τεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει temple of Athene in Lindos (O. 7.49) ἀλλὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) σταθμᾶτο ζάθεον ἄλσος πατρὶ μεγίστῳ sanctuary of Zeus at Olympia (O. 10.45) Αἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς ἄλσος (O. 13.109) κτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν (P. 5.89) Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι of Apollo at Delphi (N. 7.44) γαῖαν ἀνὰ σφετέραν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος at Olympia I. (I. 2.28) τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα (I. 1.57) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. Ἀπόλλων.) fr. 51a. 4. κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at Delphi Πα. . 1. ὦ Κύπου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ temple of Aphrodite Ourania at Corinth fr. 122. 18. ἐν Τυν] δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄ[λσος (supp. Lobel.) at Argos (Pae. 18.2) cf. Σ. fr. 140a. 13. met., κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (τοὺς οἴκους φησὶ τὸ ἑστάναι ὡς τὰ ἄλση. Σ.) (O. 5.13)
Spanish (DGE)
-εος, τό
I soto, plantío, arboleda, bosque (νύμφαι) αἵ τ' ἄλσεα νέμονται Il.20.8, cf. Od.10.350, h.Ven.97, αἰγείρων ... ἦν ἄλσος había una chopera, Od.17.208, ἄλσεα λαχνάεντ' Ibyc.166.34S., ἄλση σκιερά Thgn.1252, cf. Hdt.2.133, σύσκια ἄλση Arist.HA 556a25, cf. Theoc.1.117, Phanocl.1.3, Luc.Bacch.6
•en ciu. heleníst. parque εἰσὶ δὲ οἷς ἄλση καὶ λειμῶνας ἀνέθηκεν para algunas (ciudades) creó parques y jardines I.BI 1.422, cf. 2.467, Plu.2.148b
•como n. de localidad καστέλλον Ἄλσους castillo del Soto, PLond.1177.112 (II a.C.).
II 1bosque sagrado dedicado a un dios ἄ. Φοίβου Od.9.200, cf. 20.278, Hes.Sc.70, 99, Ἀθήνης Od.6.291, cf. 321, de Perséfona Od.10.509, Hdt.9.65, E.HF 615, Call.Cer.25, Ἀφροδίτης Parm.B 20.3, Ἀρτέμιδος Theoc.2.67, de Bubastis, Hdt.2.138, Διὸς Νεμέοιο Theoc.25.169, Ἄρεος A.R.2.404, ἄλσεσιν θεῶν S.OC 10, en gener. h.Ap.76, Stesich.8.5, Sapph.2.2, 94.27, Pl.Lg.761c, Plb.16.1.6, ἐν τοῖς ἄλσεσιν μὴ ποιμαίνɛ̄ν μηδὲ κοπρ[εόɛ̄] ν SIG 986.3 (Cardamilas, Quíos V/VI a.C.)
•muy frec. en lit. judía, de los ’āšerah de la Afrodita cananea, Astarté περιεῖλον ... τὰς Βααλιμ καὶ τὰ ἄ. Ασταρωθ LXX 1Re.7.4 y por lo tanto ἄλσος, ἄλση (trad. de hebr. ’āšerah) abominados por los israelitas τὰ ἄ. αὐτῶν ἐκκόψετε LXX Ex.34.13, De.7.5, 12.3, καὶ ἐξωλέθρευσεν τὰ ἄ. LXX 4Re.18.4, κατέκαυσεν τὰ ἄ. LXX 4Re.23.15, cf. I.AI 4.192
•fig. de la cabellera de un joven ἄ. ἔρωτος Philostr.Ep.16.
2 recinto, lugar sagrado o consagrado a un dios: de la ciu. de Onquesto Ὀγχηστόν θ' ... Ποσιδήϊον ... ἄλσος Il.2.506, cf. h.Ap.230, del mar πόντιον ἄ. considerado como el recinto sagrado de Posidón, A.Pers.111, de Olimpia, Pi.O.5.10, cf. 10.45, de Egipto Δῖον πάμβοτον ἄλσος A.Supp.558
•del campo de batalla de Maratón considerado como lugar sagrado A.Eleg.3.3. • DMic.: a-se-e.
• Etimología: Tal vez deriv. de la raíz *al- crecer, cf. ἄναλτος.