γαλαξίας: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(big3_9)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[Vía Láctea]] D.S.5.23, Luc.<i>VH</i> 1.16, Man.2.116, <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(1).185, tb. denominada γ. κύκλος Ph.1.27, Sallust.4.8, Plu.2.892e, <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(1).188.<br /><b class="num">2</b> mineral. [[greda]] Dsc.5.134, Plin.<i>HN</i> 37.162.<br /><b class="num">3</b> ict. prob. [[lamprea]] apreciadísima por los romanos, Gal.6.727, Orib.2.52.
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[Vía Láctea]] D.S.5.23, Luc.<i>VH</i> 1.16, Man.2.116, <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(1).185, tb. denominada γ. κύκλος Ph.1.27, Sallust.4.8, Plu.2.892e, <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(1).188.<br /><b class="num">2</b> mineral. [[greda]] Dsc.5.134, Plin.<i>HN</i> 37.162.<br /><b class="num">3</b> ict. prob. [[lamprea]] apreciadísima por los romanos, Gal.6.727, Orib.2.52.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γαλαξίας]])<br />φακοειδές [[σύστημα]] με δισεκατομμύρια αστέρων και μεγάλα ποσά μεσοαστρικής ύλης η οποία αποτελείται από [[σκόνη]] και [[αέρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ένα από τα [[πρώτα]] δόντια τών παιδιών και τών μικρών ζώων<br /><b>2.</b> <b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] που αποτελείται από πυριτικό [[μαγνήσιο]] και [[αργίλιο]], [[σαπωνόλιθος]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>4.</b> [[γένος]] Ανθόζωων της οικογένειας Στυλινιδών<br /><b>5.</b> [[είδος]] μύκητα<br /><b>6.</b> [[άλογο]] που έχει [[λευκό]] [[τρίχωμα]] στα χείλη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[γαλέος]]<br /><b>2.</b> το [[ορυκτό]] [[μόροχθος]] που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αίγυπτο για να λευκαίνουν υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γαλαξίας]] (ενν. [[κύκλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>γαλακτ</i>-<i>ιας</i> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]], -<i>κτος</i> <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ίας</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-). Το μαρτυρούμενο [[γαλακτίας]] αποτελεί μτγν. λ.].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλαξίας Medium diacritics: γαλαξίας Low diacritics: γαλαξίας Capitals: ΓΑΛΑΞΙΑΣ
Transliteration A: galaxías Transliteration B: galaxias Transliteration C: galaksias Beta Code: galaci/as

English (LSJ)

ου, ὁ:    1 (sc. κύκλος) the milky way, D.S.5.23, Luc.VH1.16, Man.2.116, etc.; in full, γ. κύκλος Placit.2.7.1, Sallust.4.    II (sc. λίθος) = λίθος μόροχθος, tailor's chalk, Dsc.5.134.    III = γαλεός 1, Gal.6.727 (v.l. γαλεξ-).

German (Pape)

[Seite 471] ὁ (sc. κύκλος, was oft dabei steht, D. Sic. 5, 23), 1) die Milchstraße, D. Sic. 5, 23; Luc. V. Hist. 1, 16 u. a. Sp. – 2) λίθος, = γαλακτίτης, Plin. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαξίας: -ου, ὁ:
1) (ἐξυπακ. κύκλος), ὁ ἐν τῷ οὐρανῷ λευκὸς καὶ πολύαστρος δρόμος (κοιν. ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς) Λατ. circulus lacteus, via lactea, Διόδ. 5. 23, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16, κτλ.· παρὰ Πτολεμ., γαλακτίας.
ΙΙ. (ἐξυπακ. λίθος) = γαλακτίτης, Διοσκ. 5. 152. ΙΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Γαλην. 6. σ. 395, ἔνθα γαλεξίας.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de lait, lacté : ὁ γαλαξίας κύκλος PLUT la voie lactée litt. le cercle lacté.
Étymologie: γάλα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 Vía Láctea D.S.5.23, Luc.VH 1.16, Man.2.116, Cat.Cod.Astr.9(1).185, tb. denominada γ. κύκλος Ph.1.27, Sallust.4.8, Plu.2.892e, Cat.Cod.Astr.9(1).188.
2 mineral. greda Dsc.5.134, Plin.HN 37.162.
3 ict. prob. lamprea apreciadísima por los romanos, Gal.6.727, Orib.2.52.

Greek Monolingual

ο (AM γαλαξίας)
φακοειδές σύστημα με δισεκατομμύρια αστέρων και μεγάλα ποσά μεσοαστρικής ύλης η οποία αποτελείται από σκόνη και αέρια
νεοελλ.
1. κάθε ένα από τα πρώτα δόντια τών παιδιών και τών μικρών ζώων
2. (ορυκτ.) ορυκτό που αποτελείται από πυριτικό μαγνήσιο και αργίλιο, σαπωνόλιθος
3. ζωολ. είδος ψαριού
4. γένος Ανθόζωων της οικογένειας Στυλινιδών
5. είδος μύκητα
6. άλογο που έχει λευκό τρίχωμα στα χείλη
αρχ.
1. το ψάρι γαλέος
2. το ορυκτό μόροχθος που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Αίγυπτο για να λευκαίνουν υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαλαξίας (ενν. κύκλος) < γαλακτ-ιας < γάλα, -κτος + (επίθημα) -ίας (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-). Το μαρτυρούμενο γαλακτίας αποτελεί μτγν. λ.].