ἀρτεμής: Difference between revisions

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
(big3_7)
(6)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[sano y salvo]], [[integro]] ὡς [[εἶδον]] ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα <i>Il</i>.5.515, 7.308, σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν <i>Od</i>.13.43, σὺν ἀρτεμέεσσιν ἑταίροις A.R.1.415, σκέλος <i>AP</i> 6.203 (Laco), πόδες Orph.<i>L</i>.355, cf. Call.<i>Fr</i>.194.31, Hippon.108.6, Ael.<i>Fr</i>.99, Artem.2.35<br /><b class="num">•</b>como explicación de la etim. de [[Ἄρτεμις]]: διὰ τὸ ἀρτεμὲς φαίνεται Pl.<i>Cra</i>.406b.
|dgtxt=-ές<br />[[sano y salvo]], [[integro]] ὡς [[εἶδον]] ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα <i>Il</i>.5.515, 7.308, σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν <i>Od</i>.13.43, σὺν ἀρτεμέεσσιν ἑταίροις A.R.1.415, σκέλος <i>AP</i> 6.203 (Laco), πόδες Orph.<i>L</i>.355, cf. Call.<i>Fr</i>.194.31, Hippon.108.6, Ael.<i>Fr</i>.99, Artem.2.35<br /><b class="num">•</b>como explicación de la etim. de [[Ἄρτεμις]]: διὰ τὸ ἀρτεμὲς φαίνεται Pl.<i>Cra</i>.406b.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρτεμής]], -ές (Α)<br />ο [[ακέραιος]], ο [[αβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την [[ερμηνεία]] της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το <i>αρτι</i>- ([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>-<i>δεμής</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[δέμας]] «[[σώμα]]») ή το <i>αρ</i>-([[αρτεμής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αρι</i>-, με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τέμος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[τημελώ]] «[[φροντίζω]], [[μεριμνώ]]»). Οπωσδήποτε η [[υπόθεση]] ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα <i>Άρτεμις</i> οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτεμής Medium diacritics: ἀρτεμής Low diacritics: αρτεμής Capitals: ΑΡΤΕΜΗΣ
Transliteration A: artemḗs Transliteration B: artemēs Transliteration C: artemis Beta Code: a)rtemh/s

English (LSJ)

ές,

   A safe and sound, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Il.5.515; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισι Od. 13.43, cf.A.R.1.415, Call.Iamb.1.227.—Ep. word; etym. of Ἄρτεμις, Pl.Cra.406b.

German (Pape)

[Seite 361] ές (vgl. ἄρτιος), unversehrt, frisch u. gesund; ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Iliad. 5, 515. 7, 308; σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od. 13, 43; σκέλος Philip. 9 (VI, 203); vgl. Plat. Crat. 406 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτεμής: -ές, (ἄρτιος) σῶος, ἀκέραιος, ἀβλαβής, ὑγιής, ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Ἰλ. Ε. 515· φίλοισι σὺν ἀρτεμέεσσι Ὀδ. Ν. 43, πρβλ. Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 415. - Ἐπ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dat. pl. épq. ἀρτεμέεσσι;
sain et sauf.
Étymologie: DELG ?

English (Autenrieth)

ές: safe and sound, Il. 5.515, Od. 13.43.

Spanish (DGE)

-ές
sano y salvo, integro ὡς εἶδον ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα προσιόντα Il.5.515, 7.308, σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν Od.13.43, σὺν ἀρτεμέεσσιν ἑταίροις A.R.1.415, σκέλος AP 6.203 (Laco), πόδες Orph.L.355, cf. Call.Fr.194.31, Hippon.108.6, Ael.Fr.99, Artem.2.35
como explicación de la etim. de Ἄρτεμις: διὰ τὸ ἀρτεμὲς φαίνεται Pl.Cra.406b.

Greek Monolingual

ἀρτεμής, -ές (Α)
ο ακέραιος, ο αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α' συνθετικό της λ. είναι το αρτι- (αρτεμής < αρτι-δεμής, πρβλ. δέμας «σώμα») ή το αρ-(αρτεμής < αρι-, με συγκοπή του -ι + τέμος, πρβλ. τημελώ «φροντίζω, μεριμνώ»). Οπωσδήποτε η υπόθεση ότι ο τ. συνδέεται με το όνομα Άρτεμις οφείλεται σε παρετυμολογία].