ἀφλοισμός: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(big3_8)
(7)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οῖο Orph.<i>L</i>.481]<br /><b class="num">1</b> [[espuma]], [[espumarajos]] de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο <i>Il</i>.15.607.<br /><b class="num">2</b> [[acción de echar espuma]] ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> N. de acción en -σμός, c. vocalismo <i>o</i> y rel. c. φλιδάω q.u.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οῖο Orph.<i>L</i>.481]<br /><b class="num">1</b> [[espuma]], [[espumarajos]] de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο <i>Il</i>.15.607.<br /><b class="num">2</b> [[acción de echar espuma]] ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> N. de acción en -σμός, c. vocalismo <i>o</i> y rel. c. φλιδάω q.u.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀφλοισμός]], ο (Α)<br />οι αφροί που βγάζει [[κανείς]] από το [[στόμα]] όταν [[είναι]] [[έξαλλος]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Άπαξ ειρημένη» ομηρική [[λέξη]] (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως [[παράλληλος]], πιθ. [[αιτωλικός]], τ. του [[αφρός]]. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας [[λέξη]] σε -<i>σμός</i>, το [[θέμα]] της οποίας (<i>φλοιδ</i>-) αποτελεί την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhl</i>-<i>ei</i>-<i>d</i>- (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής ρίζας <i>bhlei</i>- «[[φουσκώνω]], [[ξεχειλίζω]], [[γεμίζω]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «<i>έφλιδεν</i><br />διέρρεεν», «[[διαπέφλοιδεν]]<br />διακέχυται», «[[πεφλοιδέναι]]<br />φλυκταινούσθαι» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[φλιδώ]]). Το αρκτικό <i>α</i>- του [[αφλοισμός]] ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) [[στοιχείο]], αν δεν οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[αφρός]]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφλοισμός Medium diacritics: ἀφλοισμός Low diacritics: αφλοισμός Capitals: ΑΦΛΟΙΣΜΟΣ
Transliteration A: aphloismós Transliteration B: aphloismos Transliteration C: afloismos Beta Code: a)floismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A foaming at the mouth, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, of an angry man, Il.15.607, cf. Euph.51.4. (Cf. πεφλοιδέναι, ἔφλιδεν, Hsch.)

German (Pape)

[Seite 413] ὁ, Il. 15, 607 περὶ στόμα γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit φλοῖσβος zusammen, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφλοισμός: ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = φλοῖσβος, πάφλασμα, τὸ φύρδην τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «ἀφλοισμός· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). Κατὰ τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ ἀφρίζω, ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ φλέω, φλοισμὸς καὶ ἀφλοισμός, ἔτι δὲ ψόφος ποιός, ἤ ἀφρός». Πρβλ. τὸ ῥῆμα φλέω.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écume autour de la bouche d’un homme furieux.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Φλυ couler.

English (Autenrieth)

foam, froth, Il. 15.607†.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Morfología: [gen. -οῖο Orph.L.481]
1 espuma, espumarajos de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο Il.15.607.
2 acción de echar espuma ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.

• Etimología: N. de acción en -σμός, c. vocalismo o y rel. c. φλιδάω q.u.

Greek Monolingual

ἀφλοισμός, ο (Α)
οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας λέξη σε -σμός, το θέμα της οποίας (φλοιδ-) αποτελεί την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας bhl-ei-d- (παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής ρίζας bhlei- «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω»)
πρβλ. επίσης τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «έφλιδεν
διέρρεεν», «διαπέφλοιδεν
διακέχυται», «πεφλοιδέναι
φλυκταινούσθαι» (πρβλ. και λ. φλιδώ). Το αρκτικό α- του αφλοισμός ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) στοιχείο, αν δεν οφείλεται σε αναλογική επίδραση του τ. αφρός].