ὑπακοή: Difference between revisions
(T21) |
(43) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὑπακοῆς, ἡ (from [[ὑπακούω]], [[which]] [[see]]), [[obedience]], [[compliance]], [[submission]] (opposed to [[παρακοή]]): [[absolutely]], [[εἰς]] ὑπακοήν, [[unto]] [[obedience]] i. e. to [[obey]], Winer s Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); [[obedience]] rendered to anyone's counsels: [[with]] a [[subject]]. genitive, τῆς πίστεως ([[see]] [[πίστις]], 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, [[τοῦ]] Χριστοῦ, [[ἁμαρτία]], τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, [[ὑπακοή]] [[ὑμῶν]], i. e. contextually, the [[report]] [[concerning]] [[your]] [[obedience]], Sept., [[except]] in Aq. we [[find]] ὁ [[ἐπί]] ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, [[where]] it bears its [[primary]] and [[proper]] [[signification]] of listening; [[see]] [[ὑπακούω]].) | |txtha=ὑπακοῆς, ἡ (from [[ὑπακούω]], [[which]] [[see]]), [[obedience]], [[compliance]], [[submission]] (opposed to [[παρακοή]]): [[absolutely]], [[εἰς]] ὑπακοήν, [[unto]] [[obedience]] i. e. to [[obey]], Winer s Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); [[obedience]] rendered to anyone's counsels: [[with]] a [[subject]]. genitive, τῆς πίστεως ([[see]] [[πίστις]], 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, [[τοῦ]] Χριστοῦ, [[ἁμαρτία]], τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, [[ὑπακοή]] [[ὑμῶν]], i. e. contextually, the [[report]] [[concerning]] [[your]] [[obedience]], Sept., [[except]] in Aq. we [[find]] ὁ [[ἐπί]] ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, [[where]] it bears its [[primary]] and [[proper]] [[signification]] of listening; [[see]] [[ὑπακούω]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο [[τέλος]] της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. [[υπακοή]] κανόνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η [[συμμόρφωση]] [[προς]] τους κανόνες και τις επιταγές<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[μεταβολή]] μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως [[απόκριση]] στην [[πίεση]] που πηγάζει από μια [[μορφή]] εξουσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]] ή [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[απάντηση]] σε [[προσευχή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ὑπακούω)
A obedience, Ep.Rom.5.19, PMasp.159.24 (vi A.D.); answer to prayer, LXX 2 Ki.22.36.
German (Pape)
[Seite 1181] ἡ, Gehorsam, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰκοή: ἡ, (ὑπακούω) Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Ἐκκλ. 2) ἐπῳδὸς ἢ χορός, Μεθόδ. 208C, Ἀθαν. ΙΙΙ, 37Β, Χρυσ. V, 131Β. 3) Ἐν τῇ Λειτουργικῇ ὑπακοὴ κανόνος εἶναι τροπάριον ἀναγινωσκόμενον ἢ ᾀδόμενον ἐν τῷ τέλει τῆς τρίτης ᾠδῆς τοῦ κανόνος, [ὡς φαίνεται ἀρχικῶς ἡ ὑπακοὴ ἐλέγετο ἢ ἐψάλλετο ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ τοῦ λαοῦ καὶ οὐχὶ ὑπὸ ἀναγνώστου ἢ τοῦ ψάλτου].
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
obéissance, soumission.
Étymologie: ὑπακούω.
English (Strong)
from ὑπακούω; attentive hearkening, i.e. (by implication) compliance or submission: obedience, (make) obedient, obey(-ing).
English (Thayer)
ὑπακοῆς, ἡ (from ὑπακούω, which see), obedience, compliance, submission (opposed to παρακοή): absolutely, εἰς ὑπακοήν, unto obedience i. e. to obey, Winer s Grammar, 612 (569); Buttmann, § 151,28d.); obedience rendered to anyone's counsels: with a subject. genitive, τῆς πίστεως (see πίστις, 1b. α., p. 513 b), τῆς ἀληθείας, τοῦ Χριστοῦ, ἁμαρτία, τέκνα ὑπακοῆς, i. e. ὑπηκωι, ὑπακοή ὑμῶν, i. e. contextually, the report concerning your obedience, Sept., except in Aq. we find ὁ ἐπί ὑπακοήν τίνος, Vulg. qui alicui est a secretis, where it bears its primary and proper signification of listening; see ὑπακούω.)
Greek Monolingual
η / ὑπακοή, ΝΜΑ υπακούω
1. το να υπακούει κανείς, ευπείθεια (α. «υπακοή στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)
2. εκκλ. τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο τέλος της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. υπακοή κανόνος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) η συμμόρφωση προς τους κανόνες και τις επιταγές
2. (κοινων.-ψυχολ.) η μεταβολή μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως απόκριση στην πίεση που πηγάζει από μια μορφή εξουσίας
αρχ.
1. επωδός ή χορός
2. απάντηση σε προσευχή.