πλατεῖα: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(T22) |
(32) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=πλατείας, ἡ ([[feminine]] of the adjective [[πλατύς]], [[namely]], [[ὁδός]] (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a [[broad]] [[way]], a [[street]]: [[Euripides]], [[Plutarch]], others; in the Sept. [[chiefly]] for רְחֹב.) | |txtha=πλατείας, ἡ ([[feminine]] of the adjective [[πλατύς]], [[namely]], [[ὁδός]] (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a [[broad]] [[way]], a [[street]]: [[Euripides]], [[Plutarch]], others; in the Sept. [[chiefly]] for רְחֹב.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και πλατέα, η, Ν<br /><b>1.</b> <b>(πολεοδ.)</b> [[ακάλυπτος]], [[κοινόχρηστος]] [[χώρος]] [[μέσα]] στο πολεοδομικό [[σχέδιο]] ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο [[οποίος]] [[είναι]] [[ιδιοκτησία]] του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες [[οδούς]]<br /><b>2.</b> <b>θεατρ.</b> [[χώρος]] θεατών [[μπροστά]] από τη [[σκηνή]] θεάτρου ή την [[οθόνη]] κινηματογράφου με [[δάπεδο]] που έχει [[κλίση]] [[προς]] τη [[σκηνή]] ώστε η τελευταία να [[είναι]] ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. [[πλατεία]] ([[οδός]]) του επιθ. [[πλατύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A v. πλατύς 11.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, s. unter πλατύς.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτεῖα: ἡ, ἴδε πλατύς.
French (Bailly abrégé)
fém. de πλατύς.
English (Strong)
feminine of πλατύς; a wide "plat" or "place", i.e. open square: street.
English (Thayer)
πλατείας, ἡ (feminine of the adjective πλατύς, namely, ὁδός (cf. Winer s Grammar, 590 (549))), a broad way, a street: Euripides, Plutarch, others; in the Sept. chiefly for רְחֹב.)
Greek Monolingual
και πλατέα, η, Ν
1. (πολεοδ.) ακάλυπτος, κοινόχρηστος χώρος μέσα στο πολεοδομικό σχέδιο ενός οικισμού, πόλης ή χωριού, ο οποίος είναι ιδιοκτησία του δήμου ή της κοινότητας στην οποία ανήκει και περιβάλλεται από δημόσιες οδούς
2. θεατρ. χώρος θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου ή την οθόνη κινηματογράφου με δάπεδο που έχει κλίση προς τη σκηνή ώστε η τελευταία να είναι ορατή από όλους τους θεατές της πλατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. πλατεία (οδός) του επιθ. πλατύς.