Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄγρα: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(T22)
(2)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(ας, ἡ ([[ἄγω]]);<br /><b class="num">1.</b> a [[catching]], [[hunting]]: the [[thing]] caught: ἡ [[ἄγρα]] [[τῶν]] ἰχθύων ' the [[catch]] or [[haul]] of [[fish]]' i. e. the fishes taken (A. V. [[draught]]), Luke 5:9.
|txtha=(ας, ἡ ([[ἄγω]]);<br /><b class="num">1.</b> a [[catching]], [[hunting]]: the [[thing]] caught: ἡ [[ἄγρα]] [[τῶν]] ἰχθύων ' the [[catch]] or [[haul]] of [[fish]]' i. e. the fishes taken (A. V. [[draught]]), Luke 5:9.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄγρα:''' Ιων. [[ἄγρη]], <i>ἡ</i> ([[ἄγω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυνήγι]], [[θήραμα]]· <i>ἄγραν ἐφέπειν</i>, [[εξόρμηση]] για [[κυνήγι]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐς ἄγρας [[ἰέναι]], σε Ευρ.· επίσης λέγεται για το [[ψάρεμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρόπος]] κυνηγιού, σε Ησίοδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που συλλαμβάνεται στο [[κυνήγι]], [[θήραμα]], [[λεία]], σε Ησίοδ., Τραγ.· [[κυνήγι]], σε Ηρόδ.· λέγεται για το [[ψάρεμα]], [[αλίευμα]], «[[ψαριά]]», σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 17:06, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγρα Medium diacritics: ἄγρα Low diacritics: άγρα Capitals: ΑΓΡΑ
Transliteration A: ágra Transliteration B: agra Transliteration C: agra Beta Code: a)/gra

English (LSJ)

Ion. ἄγρη, ἡ,

   A hunting, the chase, (never in Il.), ἄγρην ἐφέπειν Od.12.330; χαίρουσι δέ τ' ἀνέρες ἄγρῃ 22.306; ἐς ἄγρας ἰέναι E.Supp. 885; ἄ. ἀνθρώπων Pl.Lg.823e; ἁλιαδᾶν ἔχων ἀΰπνους ἄγρας S.Aj. 880 (lyr.).    2 way of catching, Pi.N.3.81, Hdt.2.70.    II quarry, prey, Hes.Th.442; ἄγραν ὤλεσα A.Eu.148 (lyr.); εὔκερως ἄ. S.Aj. 64, cf. 407 (pl.); Μελέαγρε, μελέαν γάρ ποτ' ἀγρεύεις ἄ. E.Fr.517; game, Hdt.1.73, etc.; of fish, draught, take, Ev.Luc.5.9: metaph., δορὸς ἄγρα A.Th.322 (lyr.).    III Ἄγρα, ἡ, title of Artemis at Athens, Pl.Phdr.229c; τὰ ἐν Ἄγρας (sc. μυστήρια) Paus. Gr.Fr.13; τὰ πρὸς Ἄγραν IG2.315; μήτηρ ἐν Ἄγρας ib.273:—also Ἄγραι, αἱ, the precinct of Artemis Agra, Paus.1.19.6, St. Byz., AB334, etc. (With ἄγρα : ἄγρια cf. θήρα : θηρία.)

German (Pape)

[Seite 22] (verw. ἀγρέω, αἱρέω), Jagd, Fang, Hom. Od. 22, 306 χαίρουσι δέ τ' ἀνέρες ἄγρῃ, von gef. Vögeln; 12, 330 ἄγρην ἐφέπεσκον, ἰχθῦς ὄρνιθάς τε, φίλας ὅ τι χεῖρας ἵκοιτο. Vgl. Pind. N. 3, 72. Auch sonst sowohl das Jagen selbst, θήρευσις καὶ ἄγρα Plat. Legg. VII, 824 a, als das Gefangene, die Beute. Bei Her. 1, 73 u. Plat. Lys. 206 a das Wild, δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρα: Ἰων. ἄγρη, ἡ, (ἄγω), ἀγρεύειν, συλλαμβάνειν, θηρεύειν, τὸ κυνηγέσιον, ἡ θήρα, ἡ ἁλιεία, (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι) ἄγραν ἐφέπειν, ἐξέρχομαι εἰς ἄγραν, ἀσχολοῦμαι εἰς κυνηγέσιον ἢ εἰς ἁλιείαν, Ὀδ. Μ. 330· χαίρουσι δέ τ’ ἀνέρες ἄγρη, Χ. 306· ἄγραις προσκεῖσθαι, Σοφ. Αἴ. 407· ἐς ἄγρας ἰέναι, Εὐρ. Ἱκ. 885, Πλάτ. Νόμ. 823Ε· ἔχων ἀΰπνους ἄγρας, ἐπὶ ἁλιέων, Σοφ. Αἴ. 880. 2) ἄγρευμα καὶ ὁ τρόπος τοῦ ἀγρεύειν, Πινδ. Ν. 3. 143, Ἡρόδ. 2. 70, 1. ΙΙ. ὅ,τι συνελήφθη ἐν τῷ κυνηγίῳ ἢ τῇ ἁλιείᾳ, τὸ θήραμα, Ἡσ. Θ. 442· ἄγραν ὤλεσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 148 (λυρ.)· εὔκερως ἄ., Σοφ. Αἴ. 64, πρβλ. 297· Μελέαγρε, μελέαν γάρ ποτ’ ἀγρεύεις ἄγραν, Εὐρ. Ἀποσπ. 521: «κυνῆγι», Ἡρόδ. 1. 73. 5. κτλ.· ἐπὶ ἰχθύων, ὅ,τι συνελήφθη ἐν τῷ δικτύῳ, Εὐαγγ. Λουκ. ε΄, 9: - μεταφ. δορὸς ἄγρα, Αἰσχύλ. Θ. 322 (λυρ.). ΙΙΙ. Ἄγρα, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, ὡς τὸ Ἀγροτέρα, Ἀγραία, Πλάτ. Φαῖδρ. 229C, πρβλ. Ruhnk Τίμ. 186.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 chasse;
2 ce qu’on prend à la chasse, gibier, proie, butin.
Étymologie: R. Ἀγ, v. ἄγω.

English (Slater)

ἄγρα
   1 quarry, prey (αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ?fr. 357.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from ἄγω; (abstractly) a catching (of fish); also (concretely) a haul (of fish): draught.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἄγω);
1. a catching, hunting: the thing caught: ἡ ἄγρα τῶν ἰχθύων ' the catch or haul of fish' i. e. the fishes taken (A. V. draught), Luke 5:9.

Greek Monotonic

ἄγρα: Ιων. ἄγρη, (ἄγω),
I. 1. κυνήγι, θήραμα· ἄγραν ἐφέπειν, εξόρμηση για κυνήγι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς ἄγρας ἰέναι, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για το ψάρεμα, σε Σοφ.
2. τρόπος κυνηγιού, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
II. αυτό που συλλαμβάνεται στο κυνήγι, θήραμα, λεία, σε Ησίοδ., Τραγ.· κυνήγι, σε Ηρόδ.· λέγεται για το ψάρεμα, αλίευμα, «ψαριά», σε Καινή Διαθήκη