πολύτιμος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
(T22) |
(33) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=πολύτιμον ([[πολύς]], [[τιμή]]), [[very]] [[valuable]], of [[great]] [[price]]: L T Tr marginal [[reading]]; πολυτιμότερον, [[πολύ]] τιμιώτερον. ([[Plutarch]], Pomp. 5; Herodian, 1,17, 5 (3edition, Bekker); Anthol., others.) | |txtha=πολύτιμον ([[πολύς]], [[τιμή]]), [[very]] [[valuable]], of [[great]] [[price]]: L T Tr marginal [[reading]]; πολυτιμότερον, [[πολύ]] τιμιώτερον. ([[Plutarch]], Pomp. 5; Herodian, 1,17, 5 (3edition, Bekker); Anthol., others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτιμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά [[χρήσιμος]], [[πάρα]] πολύ, [[επωφελής]], [[ανεκτίμητος]] (α. «[[πολύτιμος]] [[φίλος]]» β. «[[πολύτιμος]] [[μουσοεργός]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], [[βαρύτιμος]] («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται [[κυρίως]] για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την [[ομορφιά]] τους, για τη [[μεγάλη]] τους [[διαύγεια]], τη [[λάμψη]] τους ή, [[τέλος]], για την [[σπανιότητα]] και την ανθεκτικότητά τους)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική [[αξία]], [[κυρίως]] ο [[χρυσός]] και ο [[άργυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, [[πολυτίμητος]] («πολύτιμοι θεοί», Μέν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύτιμα</i> / πολυτίμως ΝΑ<br />με πολύτιμο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[μεγαλοπρέπεια]] ή με [[πολυτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>τιμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (τιμή)
A much-revered, θεοί Men.109.1. II highly priced, μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13; very costly, AP5.35.5 (Rufin.), Babr.57.9. Adv. -μως Plb.14.2.3 (nisi leg. -τελῶς).
German (Pape)
[Seite 675] von großem Werthe, kostbar, Sp., μέ σος μηρῶν, Rufin. 3 (V, 36). – Adv., Pol. 14, 2, 3, wenn die Lesart richtig ist.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτῑμος: -ον, (τιμὴ) ὁ πολὺ τιμώμενος, πολλοῦ σεβασμοῦ τυγχάνων, θεοὶ Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2. ΙΙ. λίαν βαρύτιμος, Ἀνθ. Π. 5. 36, Βάβρ. 57. 9. Ἐπίρρ. -μως, Πολύβ. 14. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très estimé, précieux.
Étymologie: πολύς, τιμή.
Spanish
English (Strong)
from πολύς and τιμή; extremely valuable: very costly, of great price.
English (Thayer)
πολύτιμον (πολύς, τιμή), very valuable, of great price: L T Tr marginal reading; πολυτιμότερον, πολύ τιμιώτερον. (Plutarch, Pomp. 5; Herodian, 1,17, 5 (3edition, Bekker); Anthol., others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύτιμος, -ον, ΝΜΑ
1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται κυρίως για τον ατομικό καλλωπισμό του ανθρώπου και τα οποία ξεχωρίζουν για την ομορφιά τους, για τη μεγάλη τους διαύγεια, τη λάμψη τους ή, τέλος, για την σπανιότητα και την ανθεκτικότητά τους)
νεοελλ.
φρ. «πολύτιμα μέταλλα» — μέταλλα που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων ή για αποθησαυρισμό και έχουν υψηλή ανταλλακτική αξία, κυρίως ο χρυσός και ο άργυρος
αρχ.
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται πολλές τιμές, πολυτίμητος («πολύτιμοι θεοί», Μέν.).
επίρρ...
πολύτιμα / πολυτίμως ΝΑ
με πολύτιμο τρόπο
αρχ.
με μεγαλοπρέπεια ή με πολυτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. φιλό-τιμος].