ἀνέδην: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[libremente]], [[sin trabas]] φεύγειν A.<i>Supp</i>.14, συγγενέσθαι Pl.<i>Prt</i>.342c, ὀχεύειν Plu.2.290b, μίγνυσθαι Ael.<i>NA</i> 3.9, ἀ. περιποτᾶται Lyd.<i>Ost</i>.8, κλέψαι Procop.<i>Arc</i>.22.4<br /><b class="num">•</b>[[en forma poco estricta]] ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται S.<i>Ph</i>.1153<br /><b class="num">•</b>[[desenfrenadamente]] τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς [[ἀνέδην]] γεγενημένης D.18.11, ἀ. βάκχευεν <i>AP</i> 6.172, διώκειν ἀ. τὰς ἡδονάς Arist.<i>EN</i> 1151<sup>a</sup>23, ἀ. ὑπερηφανοῦντες Phld.<i>Vit</i>.p.29<br /><b class="num">•</b>[[sin escrúpulos]] ἀ. πολλοὺς ἐλύπει Plb.10.26.5, ἀ. καὶ θηριωδῶς Plb.15.20.3.<br /><b class="num">2</b> [[sin más]], [[simplemente]] ὃς ἂν φῇ [[ἀνέδην]] οὕτω τοὺς χαίροντας ... εὐδαίμονας εἶναι el que dice así, simplemente, que los que gozan ... son felices</i> Pl.<i>Grg</i>.494e<br /><b class="num">•</b>[[directamente]] εἰ ἐρωτηθείησαν [[ἀνέδην]] Alex.Aphr.<i>in SE</i> 101.22.
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[libremente]], [[sin trabas]] φεύγειν A.<i>Supp</i>.14, συγγενέσθαι Pl.<i>Prt</i>.342c, ὀχεύειν Plu.2.290b, μίγνυσθαι Ael.<i>NA</i> 3.9, ἀ. περιποτᾶται Lyd.<i>Ost</i>.8, κλέψαι Procop.<i>Arc</i>.22.4<br /><b class="num">•</b>[[en forma poco estricta]] ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται S.<i>Ph</i>.1153<br /><b class="num">•</b>[[desenfrenadamente]] τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς [[ἀνέδην]] γεγενημένης D.18.11, ἀ. βάκχευεν <i>AP</i> 6.172, διώκειν ἀ. τὰς ἡδονάς Arist.<i>EN</i> 1151<sup>a</sup>23, ἀ. ὑπερηφανοῦντες Phld.<i>Vit</i>.p.29<br /><b class="num">•</b>[[sin escrúpulos]] ἀ. πολλοὺς ἐλύπει Plb.10.26.5, ἀ. καὶ θηριωδῶς Plb.15.20.3.<br /><b class="num">2</b> [[sin más]], [[simplemente]] ὃς ἂν φῇ [[ἀνέδην]] οὕτω τοὺς χαίροντας ... εὐδαίμονας εἶναι el que dice así, simplemente, que los que gozan ... son felices</i> Pl.<i>Grg</i>.494e<br /><b class="num">•</b>[[directamente]] εἰ ἐρωτηθείησαν [[ἀνέδην]] Alex.Aphr.<i>in SE</i> 101.22.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνέδην]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα<br /><b>2.</b> βίαια<br /><b>3.</b> αχαλίνωτα, ακόλαστα<br /><b>4.</b> αφρόντιστα, ανέμελα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανίημι]] «[[σηκώνω]], [[ελευθερώνω]], [[αμελώ]]» <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>δην</i>].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέδην Medium diacritics: ἀνέδην Low diacritics: ανέδην Capitals: ΑΝΕΔΗΝ
Transliteration A: anédēn Transliteration B: anedēn Transliteration C: anedin Beta Code: a)ne/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἀνίημι)

   A let loose, freely, without restraint, Pl.Prt. 342c, S.Ph.1153 (lyr.); ἀ. φεύγειν flee pell-mell, A.Supp.14; τῆς πομπείας τῆς ἀ. γεγενημένης D.18.11; ἀ. βακχεύειν AP6.172; ἀ. καὶ ὡς ἔτυχε Ael.NA3.9.    2 licentiously, violently, Plb.15.20.3.    II without more ado, simply, absolutely, Pl.Grg.494e; straightforwardly, ἀ. ἐρωτᾶν Ps.-Alex.Aphr.inSE101.22.

German (Pape)

[Seite 220] (ἀνίημι), losgelassen (VLL. ἐκκεχυμένως, nach B. A. 400 von den Pferden entlehnt), ungehemmt, ungehindert, φεύγειν Aesch. Suppl. 14; Plat. Prot. 342 c; βακχεύειν Agath. 31 (VI, 172); ganz u. gar, ὅδε ὁ χῶρος ἀνέδην ἐρύκεται Soph. Phil. 1138; ganz offen, πομπεία ἀνέδην γενομένη Dem. 1 8, 11; schlechthin, ohne weiteres, ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας εὐδαίμονας εἶναι καὶ μὴ διορίζηται Plat. Gorg. 404 e; ἐξέσται λαμβάνειν Din. 1, 46; Sp. bes. vom reichlichen Essen, ἀπέλαυσαν τῶν ἐκ τῆς χώρας Pol. 2, 5, 6; ἀναίδην, schamlos, ist eine zw. Lesart dafür.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέδην: ἐπίρρ. (ἀνίημι), ἀνέτως, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Πλάτ. Πρωτ. 342C· ἀν. φεύγειν, Λατ. effuse fugere, Αἰσχύλ. Ἱκ. 14· τῆς πομπείας τῆς ἀνέδην οὑτωσὶ γεγενημένης Δημ. 229. 3· ἀνέδην καὶ ὡς ἔτυχε, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9: - ῥαθύμως, ἀμελῶς. Σοφ. Φ. 1153· πρβλ. ἐρύκω II. 4: - ἀκολάστως, βιαίως, ἀνέδην καὶ θηριωδῶς ὥρμησαν Πολύβ. 15. 20, 3. κτλ. ΙΙ. ἄνευ περαιτέρω φροντίδος, ἁπλῶς ἀπολύτως, Πλάτ. Γοργ. 494Ε. (Ὁ τύπος ἀναίδην εἶναι ἐσφαλμ. γραφή).

French (Bailly abrégé)

adv.
en laissant aller, librement, sans contrainte.
Étymologie: ἀνίημι, -δην.

Spanish (DGE)

adv.
1 libremente, sin trabas φεύγειν A.Supp.14, συγγενέσθαι Pl.Prt.342c, ὀχεύειν Plu.2.290b, μίγνυσθαι Ael.NA 3.9, ἀ. περιποτᾶται Lyd.Ost.8, κλέψαι Procop.Arc.22.4
en forma poco estricta ἀ. ὅδε χῶρος ἐρύκεται S.Ph.1153
desenfrenadamente τῆς δὲ πομπείας ταύτης τῆς ἀνέδην γεγενημένης D.18.11, ἀ. βάκχευεν AP 6.172, διώκειν ἀ. τὰς ἡδονάς Arist.EN 1151a23, ἀ. ὑπερηφανοῦντες Phld.Vit.p.29
sin escrúpulos ἀ. πολλοὺς ἐλύπει Plb.10.26.5, ἀ. καὶ θηριωδῶς Plb.15.20.3.
2 sin más, simplemente ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας ... εὐδαίμονας εἶναι el que dice así, simplemente, que los que gozan ... son felices Pl.Grg.494e
directamente εἰ ἐρωτηθείησαν ἀνέδην Alex.Aphr.in SE 101.22.

Greek Monolingual

ἀνέδην επίρρ. (Α)
1. άνετα, ελεύθερα, ανεμπόδιστα
2. βίαια
3. αχαλίνωτα, ακόλαστα
4. αφρόντιστα, ανέμελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανίημι «σηκώνω, ελευθερώνω, αμελώ» + (κατάλ.) -δην].