ψό: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br /><i>expression marquant le dégoût, le mépris</i> : pouah !.
|btext=<i>interj.</i><br /><i>expression marquant le dégoût, le mépris</i> : pouah !.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[επιφώνημα]] που δήλωνε [[αηδία]], [[αποστροφή]] ή [[αγανάκτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ποιμενικό [[επίφθεγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «[[ψώρα]], [[ακαθαρσία]], [[αιθάλη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψώα</i>, [[ψόλος]], [[ψόθος]] [Ι]), [[αλλά]] και «[[θόρυβος]], [[υπόκωφος]] [[ήχος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψόθος]] [II], [[ψόφος]][Ι]). Είναι δύσκολο, [[ωστόσο]], να επισημανθεί με [[βεβαιότητα]] σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην <i>bhes</i>- «[[φυσώ]], [[εκπνέω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψεύδομαι]], [[ψυχή]]) ή στην <i>bhes</i>- «[[τρίβω]], [[χτυπώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψό Medium diacritics: ψό Low diacritics: ψο Capitals: ΨΟ
Transliteration A: psó Transliteration B: pso Transliteration C: pso Beta Code: yo/

English (LSJ)

a shepherd's call, S.Fr.521, cf. Ael.Dion.Fr.337.    II an exclamation of disgust or contempt, pshaw! Phot.; dub. in A.Fr.82, Ar.Fr.892/3.

German (Pape)

[Seite 1401] ein Ausruf des Ekels, Widerwillens, Abscheues, pfui; Phot.; Soph. frg. 461 im E. M.; Hdn. περὶ μον. λ. p. 46.

Greek (Liddell-Scott)

ψό: πομενικὸν ἐπίφθεγμα, Σοφ. Ἀποσπ. 461 (Ἡρῳδιαν. περὶ Μονήρων Λέξ. σ. 46, 16), πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Meineke Com. Gr. 2, 1223.

French (Bailly abrégé)

interj.
expression marquant le dégoût, le mépris : pouah !.

Greek Monolingual

ΜΑ
επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση
αρχ.
ποιμενικό επίφθεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος, ψόθος [Ι]), αλλά και «θόρυβος, υπόκωφος ήχος» (πρβλ. ψόθος [II], ψόφος[Ι]). Είναι δύσκολο, ωστόσο, να επισημανθεί με βεβαιότητα σε ποια από τις δύο ομόηχες ινδοευρωπαϊκές ρίζες ανάγονται οι τ., στην bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι, ψυχή) ή στην bhes- «τρίβω, χτυπώ» (πρβλ. ψήω / ψῆν)].