κακοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(T22)
(18)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κακοποιον ([[κακόν]] and [[ποιέω]]), doing [[evil]]; a [[substantive]], an [[evil-doer]], [[malefactor]]: L marginal [[reading]] T Tr WH [[κακόν]] ποιῶν); T Tr marginal [[reading]] WH [[omit]] the [[clause]]); [[Pindar]], [[Aristotle]], [[Polybius]], [[Plutarch]].)  
|txtha=κακοποιον ([[κακόν]] and [[ποιέω]]), doing [[evil]]; a [[substantive]], an [[evil-doer]], [[malefactor]]: L marginal [[reading]] T Tr WH [[κακόν]] ποιῶν); T Tr marginal [[reading]] WH [[omit]] the [[clause]]); [[Pindar]], [[Aristotle]], [[Polybius]], [[Plutarch]].)  
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -ό (AM [[κακοποιός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει το [[κακό]], που εκτελεί κακές πράξεις, [[βλαβερός]] (α. «κακοποιό [[στοιχείο]]» β. «κακοποιὸν [[ὄνειδος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κακοποιός]]<br />[[κακούργος]], [[εγκληματίας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανήθικος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακοποιόν</i><br />[[επιβουλία]], [[πονηρία]], [[κακία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[βλαπτικός]], [[επιβλαβής]] («κακοποιὸς [[χυλός]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[πονηρός]], [[επίβουλος]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που προμηνύει [[κάτι]] [[κακό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κακοποιὸν σκεῡος» — [[πονηρός]] και [[κακός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρο</i>-[[ποιός]], <i>νωθρο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοποιός Medium diacritics: κακοποιός Low diacritics: κακοποιός Capitals: ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kakopoiós Transliteration B: kakopoios Transliteration C: kakopoios Beta Code: kakopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A doing ill, mischievous, ὄνειδος Pi.N. 8.33; σκεῦος, of a man, Plb.15.25.1; κακοποιοί evil-doers, Arist.EN 1125a18; esp. of poisoners and sorcerers, 1 Ep.Pet.4.15; of things, noxious, Χυλός Thphr.CP2.6.4, etc.; φάρμακα PSI1.64.21 (i B.C.); τὸ κ. [τῆς ὕλης] Arist.Ph.192a15: Astrol., maleficent, Ptol.Tetr.19, Artem.4.59, etc.

German (Pape)

[Seite 1302] schlecht machend, verderbend, schädlich; ὄνειδος Pind. N. 8, 33; Arist. Eth. 4, 3; γυνή Pol. 15, 25, 1; a. Sp., wie S. Emp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
malfaisant ; malfaiteur.
Étymologie: κακός, ποιέω.

English (Slater)

κᾰκοποιός
   1 maleficent, mischievous πάρφασις, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.33)

Spanish

maléfico, rito maléfico , práctica maléfica

English (Strong)

from κακός and ποιέω; a bad-doer; (specially), a criminal: evil-doer, malefactor.

English (Thayer)

κακοποιον (κακόν and ποιέω), doing evil; a substantive, an evil-doer, malefactor: L marginal reading T Tr WH κακόν ποιῶν); T Tr marginal reading WH omit the clause); Pindar, Aristotle, Polybius, Plutarch.)

Greek Monolingual

-ά, -ό (AM κακοποιός, -όν)
1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός
κακούργος, εγκληματίας
μσν.
1. ανήθικος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν
επιβουλία, πονηρία, κακία
αρχ.
1. (για πράγματα) βλαπτικός, επιβλαβής («κακοποιὸς χυλός», Θεόφρ.)
2. πονηρός, επίβουλος
3. αστρολ. αυτός που προμηνύει κάτι κακό
4. φρ. «κακοποιὸν σκεῡος» — πονηρός και κακός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. μικρο-ποιός, νωθρο-ποιός.