βάσκανος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βάσκᾰνος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[maligno]], [[de mal agüero]] ὀφθαλμός Plu.2.680c, prov. δυσμενὴς καὶ β. ὁ τῶν γειτόνων ὀφθαλμός Alciphr.1.18<br /><b class="num">•</b>de pers. οὓς οἱ μὲν βασκάνους φασί ref. los telquines, Str.14.2.7.<br /><b class="num">2</b> [[envidioso]] de pers. βάσκανον ὄντα καὶ συκοφάντην Artem.Eph.<i>Geog</i>.126, (Καΐν) β. πρῶτος Cyr.H.<i>Catech</i>.2.7, cf. M.Ant.2.1, Aristid.<i>Or</i>.50.69, Ἔρως Aristaenet.2.8.6, ἐρινύς D.H.9.45, τύχη Plu.2.254e, [[δαίμων]] Fauorin.<i>Fr</i>.18, Philostr.<i>Her</i>.14.3, frecuente en epigr. e inscr. funerarias β. ἔσσ', Ἀΐδα <i>AP</i> 7.712 (Erinn.), [[δαίμων]] <i>IApameia</i> 28.1 (I/II d.C.), <i>Bithynische St</i>.3.14.4 (imper.), <i>IUrb.Rom</i>.1148.3 (I/II d.C.), fig. β. ἐστι λίθος <i>AP</i> 9.756 (Aemil).<br /><b class="num">3</b> [[maldiciente]], [[calumniador]] σφόδρα β. οὖσα siendo (tú) muy maldiciente</i> Ar.<i>Pl</i>.571, ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον el sicofanta es siempre y por doquier maldiciente y buscapleitos</i> D.18.242, ἀστεισμοῦ λόγον παρέδωκε τοῖς βασκάνοις Philostr.<i>VS</i> 577.<br /><b class="num">4</b> [[malicioso]], [[malvado]] de pers. ἄνθρωπε βασκανώτατε <i>Com.Adesp</i>.359, [[δύσκολος]] ἀνὴρ καὶ β. Plu.<i>Fab</i>.26, ὁ φαῦλος Ph.2.4, ὑπό τινων βασκάνων ἀνθρώπων Melit.<i>Fr</i>.1.3, op. ἀγαθὸς καὶ δίκαιος Vett.Val.10.14.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ, ἡ β.<br /><b class="num">1</b> [[hechicero]], [[que practica el mal de ojo]] Aristaenet.1.25.29, <i>Suppl.Mag</i>.6.9.<br /><b class="num">2</b> [[el calumniador]] Ar.<i>Eq</i>.103, ὁ β. οὗτος el calumniador ese</i> D.18.132.<br /><b class="num">3</b> [[truhán]], [[sinvergüenza]], [[malvado]] τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ' ὄλεθρον, τοῦτον δ' ὑβρίζειν ¡que ese truhán, que ese miserable, que ése cometa ultrajes!</i> D.21.209, cf. Men.<i>Pc</i>.529, ὁ ὀφθαλμός τοῦ βασκάνου el ojo del malvado</i>, e.e. el mal de ojo</i>, <i>SB</i> 6295.3, cf. 12222.5 (III/IV d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[por envidia]], [[envidiosamente]] οἱ δὲ Σαμαρεῖς ἀπεχθῶς πρὸς αὐτοὺς καὶ β. διακείμενοι I.<i>AI</i> 11.114, cf. Eun.<i>VS</i> 455.<br /><b class="num">2</b> [[maldicientemente]] ὑπὸ τῶν β. ὕστερον συκοφαντούντων Porph.<i>VP</i> 53.<br /><b class="num">3</b> [[maliciosamente]] οἱ δὲ β. ταῦτα ξυνθέντες Philostr.<i>VA</i> 7.35.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se rel. gener. c. lat. <i>fascinus</i> deriv. de <i>fascis</i> y a su vez c. gr. [[βασκευταί]] y [[βάσκιοι]] q.u., suponiendo un origen trac. o ilir. de todo el grupo.
|dgtxt=(βάσκᾰνος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[maligno]], [[de mal agüero]] ὀφθαλμός Plu.2.680c, prov. δυσμενὴς καὶ β. ὁ τῶν γειτόνων ὀφθαλμός Alciphr.1.18<br /><b class="num">•</b>de pers. οὓς οἱ μὲν βασκάνους φασί ref. los telquines, Str.14.2.7.<br /><b class="num">2</b> [[envidioso]] de pers. βάσκανον ὄντα καὶ συκοφάντην Artem.Eph.<i>Geog</i>.126, (Καΐν) β. πρῶτος Cyr.H.<i>Catech</i>.2.7, cf. M.Ant.2.1, Aristid.<i>Or</i>.50.69, Ἔρως Aristaenet.2.8.6, ἐρινύς D.H.9.45, τύχη Plu.2.254e, [[δαίμων]] Fauorin.<i>Fr</i>.18, Philostr.<i>Her</i>.14.3, frecuente en epigr. e inscr. funerarias β. ἔσσ', Ἀΐδα <i>AP</i> 7.712 (Erinn.), [[δαίμων]] <i>IApameia</i> 28.1 (I/II d.C.), <i>Bithynische St</i>.3.14.4 (imper.), <i>IUrb.Rom</i>.1148.3 (I/II d.C.), fig. β. ἐστι λίθος <i>AP</i> 9.756 (Aemil).<br /><b class="num">3</b> [[maldiciente]], [[calumniador]] σφόδρα β. οὖσα siendo (tú) muy maldiciente</i> Ar.<i>Pl</i>.571, ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον el sicofanta es siempre y por doquier maldiciente y buscapleitos</i> D.18.242, ἀστεισμοῦ λόγον παρέδωκε τοῖς βασκάνοις Philostr.<i>VS</i> 577.<br /><b class="num">4</b> [[malicioso]], [[malvado]] de pers. ἄνθρωπε βασκανώτατε <i>Com.Adesp</i>.359, [[δύσκολος]] ἀνὴρ καὶ β. Plu.<i>Fab</i>.26, ὁ φαῦλος Ph.2.4, ὑπό τινων βασκάνων ἀνθρώπων Melit.<i>Fr</i>.1.3, op. ἀγαθὸς καὶ δίκαιος Vett.Val.10.14.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ, ἡ β.<br /><b class="num">1</b> [[hechicero]], [[que practica el mal de ojo]] Aristaenet.1.25.29, <i>Suppl.Mag</i>.6.9.<br /><b class="num">2</b> [[el calumniador]] Ar.<i>Eq</i>.103, ὁ β. οὗτος el calumniador ese</i> D.18.132.<br /><b class="num">3</b> [[truhán]], [[sinvergüenza]], [[malvado]] τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ' ὄλεθρον, τοῦτον δ' ὑβρίζειν ¡que ese truhán, que ese miserable, que ése cometa ultrajes!</i> D.21.209, cf. Men.<i>Pc</i>.529, ὁ ὀφθαλμός τοῦ βασκάνου el ojo del malvado</i>, e.e. el mal de ojo</i>, <i>SB</i> 6295.3, cf. 12222.5 (III/IV d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[por envidia]], [[envidiosamente]] οἱ δὲ Σαμαρεῖς ἀπεχθῶς πρὸς αὐτοὺς καὶ β. διακείμενοι I.<i>AI</i> 11.114, cf. Eun.<i>VS</i> 455.<br /><b class="num">2</b> [[maldicientemente]] ὑπὸ τῶν β. ὕστερον συκοφαντούντων Porph.<i>VP</i> 53.<br /><b class="num">3</b> [[maliciosamente]] οἱ δὲ β. ταῦτα ξυνθέντες Philostr.<i>VA</i> 7.35.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se rel. gener. c. lat. <i>fascinus</i> deriv. de <i>fascis</i> y a su vez c. gr. [[βασκευταί]] y [[βάσκιοι]] q.u., suponiendo un origen trac. o ilir. de todo el grupo.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βάσκανος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[κακός]], [[κακεντρεχής]], που έχει [[κακό]] [[μάτι]] («[[βάσκανος]] [[μοίρα]]»)<br /><b>2.</b> (για μάτια) αυτός που φέρνει [[βασκανία]], που ματιάζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κακολόγος]], [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> [[συκοφάντης]], διαβολεύς<br /><b>3.</b> [[μάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχθηκε ότι η λ. [[βάσκανος]] αποτελεί ρηματικό όνομα του [[βάσκω]] «[[λέγω]], [[κακολογώ]]» (<b>Ησύχ.</b>), το οποίο συνδέεται ίσως με το ονοματοποιημένο [[βάζω]] (III) «[[λέγω]], [[μιλώ]]». Μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλ. η σημ. «[[κακολογώ]]» του ρ. [[βάσκω]] να έχει προέλθει από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βάσκανος]]. Τέλος, εάν η λ. [[βάσκανος]] χρησιμοποιόταν στη [[μαγεία]], [[τότε]] προέρχεται πιθ. από μία θρακοϊλλυρική λ. αντίστοιχη των [[φημί]], [[φάσκω]], λατ. <i>for</i> (ινδοευρ. <i>bh</i><i>ā</i> «[[μιλώ]]»). Δεν αποκλείεται εξάλλου μία [[σχέση]] [[μεταξύ]] του ελλ. τ. και του λατ. <i>fascinus</i>, -<i>i</i> (ή <i>fascinum</i>, -<i>i</i>), που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λατ. <i>fascis</i> «[[δέσμη]]», [[γιατί]] σχετιζόταν με μία μαγική [[τελετή]], [[κατά]] την οποία δενόταν [[σφιχτά]] το [[θύμα]]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάσκᾰνος Medium diacritics: βάσκανος Low diacritics: βάσκανος Capitals: ΒΑΣΚΑΝΟΣ
Transliteration A: báskanos Transliteration B: baskanos Transliteration C: vaskanos Beta Code: ba/skanos

English (LSJ)

ὁ,

   A one who bewitches, sorcerer, as a term of abuse, D.21.209, Men.Pk.279, Str. 14.2.7; β. καὶ φθοροποιός St.Byz. s.v. Θίβα.    2 slanderer, D.18.132, Vett.Val.358.5.    II Adj. βάσκανος, ον, slanderous, malicious, Ar.Eq.103, Pl.571; ὁ συκοφάντης πανταχόθεν βάσκανον D.18.242, cf. Str.14.1.22; δύσκολος καὶ β. Plu.Fab.26; β. πρᾶγμα . . ποιοῦντες D. 18.317; β. ἔσσ', Ἀΐδα Erinna 6.3; κώμων β. ἐστι λίθος AP9.756 (Aemil.); μ' ὁ β. ἥρπασε δαίμων Epigr.Gr.345; freq. in sepulchral inscriptions, IG14.1362, etc.: Sup. -ώτατος Com.Adesp.359. Adv. -νως J.AJ11.4.9, Porph.VP53.    2 β. ὀφθαλμός evil eye, Plu.2.680c, cf. Alciphr.1.15.

German (Pape)

[Seite 438] ον (βασκαίνω), Böses nachredend, verläumderisch, neidisch, Ar. Equ. 103 Plut. 571; Plat. Ax. 369 a; öfter bei Dem., βάσκ. δὲ καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν 18, 108; vgl. πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ βάσκανον καὶ φιλαίτιον 18, 242; oft Anth., Ἅιδης Erinn. 3 (VII, 712); μίτος Μοιρῶν Ep. ad. 582 (App. 271); δαίμων ad. 656 (VII, 328). Der superl. in einer Dichterstelle bei Plut. de Tranquillit. 8. Als subst., Verläumder, Klätscher, Dem. 18, 132; καὶ συκοφάντης Strab. XIV p. 640. Bes. der behert, beschreit, Plut. Sympos. 5, 7; die Hexe, Rufin. 38 (V, 28).

Greek (Liddell-Scott)

βάσκᾰνος: -ον, κακολόγος, ὑβριστικός, φθονερός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 103, Πλ. 571· ὁ συκοφάντης πανταχόθεν βάσκανον Δημ. 307.20· βάσκανον…πρᾶγμα ποιοῦντες ὁ αὐτ. 330.24· βάσκανος ἔσσ’, Ἀΐδα Ἤριννα 6· με β. ἥρπασε δαίμων Συλλ. Ἐπιγρ. 3715, καὶ συχν. ἐν ἐπιτυμβ. ἐπιγραφαῖς ὡς ἐν 6200, 6315, γραφόμενον βάσκαινος ἐν 2059.31· - ὑπερθ. –ώτατος, Κωμ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 4.671. - Ἐπίρρ. –νως Ἰωσήπ. Α.Ι.11.4,9.
ΙΙ). ὡς οὐσιαστ., κακολόγος, ὑβριστἠς, διαβολεύς, ὡς τὸ συκοφάντης, Δημ. 271.10. 2) μάγος, γόης, ὁ αὐτ. 582.1 (ἴδε ἐν λ. ὄλεθρος), Στράβ. 654.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui regarde d’un mauvais œil, qui jette un sort;
2 curieux, jaloux;
3 dénigrant, médisant, calomniateur, méchant;
Sp. βασκανώτατος.
Étymologie: DELG plus. étym. hypoth. ; pê apparenté à βάζω.

Spanish (DGE)

(βάσκᾰνος) -ον
I 1maligno, de mal agüero ὀφθαλμός Plu.2.680c, prov. δυσμενὴς καὶ β. ὁ τῶν γειτόνων ὀφθαλμός Alciphr.1.18
de pers. οὓς οἱ μὲν βασκάνους φασί ref. los telquines, Str.14.2.7.
2 envidioso de pers. βάσκανον ὄντα καὶ συκοφάντην Artem.Eph.Geog.126, (Καΐν) β. πρῶτος Cyr.H.Catech.2.7, cf. M.Ant.2.1, Aristid.Or.50.69, Ἔρως Aristaenet.2.8.6, ἐρινύς D.H.9.45, τύχη Plu.2.254e, δαίμων Fauorin.Fr.18, Philostr.Her.14.3, frecuente en epigr. e inscr. funerarias β. ἔσσ', Ἀΐδα AP 7.712 (Erinn.), δαίμων IApameia 28.1 (I/II d.C.), Bithynische St.3.14.4 (imper.), IUrb.Rom.1148.3 (I/II d.C.), fig. β. ἐστι λίθος AP 9.756 (Aemil).
3 maldiciente, calumniador σφόδρα β. οὖσα siendo (tú) muy maldiciente Ar.Pl.571, ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον el sicofanta es siempre y por doquier maldiciente y buscapleitos D.18.242, ἀστεισμοῦ λόγον παρέδωκε τοῖς βασκάνοις Philostr.VS 577.
4 malicioso, malvado de pers. ἄνθρωπε βασκανώτατε Com.Adesp.359, δύσκολος ἀνὴρ καὶ β. Plu.Fab.26, ὁ φαῦλος Ph.2.4, ὑπό τινων βασκάνων ἀνθρώπων Melit.Fr.1.3, op. ἀγαθὸς καὶ δίκαιος Vett.Val.10.14.
II subst. ὁ, ἡ β.
1 hechicero, que practica el mal de ojo Aristaenet.1.25.29, Suppl.Mag.6.9.
2 el calumniador Ar.Eq.103, ὁ β. οὗτος el calumniador ese D.18.132.
3 truhán, sinvergüenza, malvado τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ' ὄλεθρον, τοῦτον δ' ὑβρίζειν ¡que ese truhán, que ese miserable, que ése cometa ultrajes! D.21.209, cf. Men.Pc.529, ὁ ὀφθαλμός τοῦ βασκάνου el ojo del malvado, e.e. el mal de ojo, SB 6295.3, cf. 12222.5 (III/IV d.C.).
III adv. -ως
1 por envidia, envidiosamente οἱ δὲ Σαμαρεῖς ἀπεχθῶς πρὸς αὐτοὺς καὶ β. διακείμενοι I.AI 11.114, cf. Eun.VS 455.
2 maldicientemente ὑπὸ τῶν β. ὕστερον συκοφαντούντων Porph.VP 53.
3 maliciosamente οἱ δὲ β. ταῦτα ξυνθέντες Philostr.VA 7.35.

• Etimología: Se rel. gener. c. lat. fascinus deriv. de fascis y a su vez c. gr. βασκευταί y βάσκιοι q.u., suponiendo un origen trac. o ilir. de todo el grupo.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βάσκανος, -ον)
1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτιβάσκανος μοίρα»)
2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει
αρχ.
1. κακολόγος, υβριστής
2. συκοφάντης, διαβολεύς
3. μάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος αποτελεί ρηματικό όνομα του βάσκω «λέγω, κακολογώ» (Ησύχ.), το οποίο συνδέεται ίσως με το ονοματοποιημένο βάζω (III) «λέγω, μιλώ». Μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλ. η σημ. «κακολογώ» του ρ. βάσκω να έχει προέλθει από παρετυμολογική σύνδεση προς το βάσκανος. Τέλος, εάν η λ. βάσκανος χρησιμοποιόταν στη μαγεία, τότε προέρχεται πιθ. από μία θρακοϊλλυρική λ. αντίστοιχη των φημί, φάσκω, λατ. for (ινδοευρ. bhā «μιλώ»). Δεν αποκλείεται εξάλλου μία σχέση μεταξύ του ελλ. τ. και του λατ. fascinus, -ifascinum, -i), που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λατ. fascis «δέσμη», γιατί σχετιζόταν με μία μαγική τελετή, κατά την οποία δενόταν σφιχτά το θύμα].