ἐπιδημία: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(13)
(13)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιδημία]]) [[επιδημώ]]<br /><b>1.</b> παθολογική [[κατάσταση]], [[συνήθως]] [[λοιμώδης]], μεταδοτική [[νόσος]] που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής<br /><b>2.</b> συχνή και εκτεταμένη [[εμφάνιση]] δυσάρεστων γεγονότων («[[επιδημία]] ληστειών»)<br /><b>3.</b> [[παραμονή]] στον [[τόπο]] κατοικίας («[[άδεια]] επιδημίας τών αρχαιολόγων»)<br /><b>4.</b> η [[έλευση]] και [[παρουσία]] του Χριστού [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άφιξη]] και [[παραμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)<br /><b>2.</b> [[δικαίωμα]], [[άδεια]] παραμονής σε έναν [[τόπο]].
|mltxt=η (AM [[ἐπιδημία]]) [[επιδημώ]]<br /><b>1.</b> παθολογική [[κατάσταση]], [[συνήθως]] [[λοιμώδης]], μεταδοτική [[νόσος]] που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής<br /><b>2.</b> συχνή και εκτεταμένη [[εμφάνιση]] δυσάρεστων γεγονότων («[[επιδημία]] ληστειών»)<br /><b>3.</b> [[παραμονή]] στον [[τόπο]] κατοικίας («[[άδεια]] επιδημίας τών αρχαιολόγων»)<br /><b>4.</b> η [[έλευση]] και [[παρουσία]] του Χριστού [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άφιξη]] και [[παραμονή]] σε [[ξένη]] [[χώρα]] («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)<br /><b>2.</b> [[δικαίωμα]], [[άδεια]] παραμονής σε έναν [[τόπο]].
}}
{{grml
|mltxt=ἐπιδήμια, τὰ (AM)<br />ευχαριστήρια [[τελετή]] [[κατά]] την [[άφιξη]] ή την [[επιστροφή]] σε έναν [[τόπο]], [[προς]] [[τιμή]] τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δήμια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δήμος]])].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδημία Medium diacritics: ἐπιδημία Low diacritics: επιδημία Capitals: ΕΠΙΔΗΜΙΑ
Transliteration A: epidēmía Transliteration B: epidēmia Transliteration C: epidimia Beta Code: e)pidhmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stay in a place, Pl.Prm.127a; αἱ ἐ. αἱ τῶν συμμάχων X.Ath.1.18; of an Emperor, visit, OGI517.7 (Thyatira, iii A.D.), Hdn.3.14.1.    2. ἐ. εἰς . . arrival at . . IG3.1023.    3. prevalence of an epidemic, νουσήματος Hp.Nat.Hom.9; of rain, Ael. NA5.13.    4. Dor. ἐπιδᾱμία, ἡ, right of residence, IG12(1).43 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 937] ἡ, das in der Heimath sein, der Aufenthalt an einem Orte, ἀνεγνώρισέ με ἐκ τῆς προτέρας ἐπιδημίας Plat. Parm. 127 a; διὰ τὰς ἐπιδημίας τὰς τῶν συμμάχων Xen. Rep. Ath. 1, 17; Sp.; Heimathsrecht, ἐπιδαμία δέδοταί τινι, Inscr. Rhein. Mus. N. F. IV, 2 p. 166. – Von Krankheiten, die Verbreitung in einem Volke, Hippocr. – Die Ankunft, Hdn. 3, 14, 8; auch ὑετοῦ ἀπειλοῦντος Ael. H. A. 5, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 séjour dans un pays;
2 arrivée : ὑετοῦ ÉL de la pluie.
Étymologie: ἐπίδημος.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιδημία) επιδημώ
1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής
2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών»)
3. παραμονή στον τόπο κατοικίας («άδεια επιδημίας τών αρχαιολόγων»)
4. η έλευση και παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.-μσν.
1. άφιξη και παραμονή σε ξένη χώρα («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)
2. δικαίωμα, άδεια παραμονής σε έναν τόπο.

Greek Monolingual

ἐπιδήμια, τὰ (AM)
ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)].